-
1 θαλεροποιός
θᾰλεροποιός, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαλεροποιός
См. также в других словарях:
θαλεροποιός — θαλεροποιός, όν (Α) αυτός που καθιστά κάτι θαλερό, ζωηρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλερός + ποιος (< ποιώ), πρβλ. επιπλο ποιός, ζωο ποιός] … Dictionary of Greek