-
1 θαλασσοβίωτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαλασσοβίωτος
См. также в других словарях:
θαλασσόβιος — α, ο (Μ θαλασσόβιος, ον) αυτός που ζει στη θάλασσα νεοελλ. 1. αυτός που εξασφαλίζει τα προς το ζην από τη θάλασσα 2. αυτός που αγαπά υπερβολικά τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + βιος (βίος) πρβλ. κοινό βιος, νυκτό βιος] … Dictionary of Greek
λυχνόβιος — λυχνόβιος, ον (Α) αυτός που περνά τη ζωή του κοντά στο φως τού λύχνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + βίος (πρβλ. θαλασσό βιος, λιτό βιος)] … Dictionary of Greek
μεγαλόβιος — μεγαλόβιος, ον (Α) αυτός που ζει ένδοξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + βίος (πρβλ. θαλασσό βιος, νυκτό βιος)] … Dictionary of Greek
μηχανόβιος — α, ο φανατικός λάτρης και χρήστης τών μοτοσυκλετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + βιος (< βίος), πρβλ. θαλασσό βιος] … Dictionary of Greek
υλόβιος — (hulobius). Γένος εντόμων της οικογένειας των Κουρκουλιονιδών, της υπόταξης των πολυφάγων. Περιλαμβάνει διάφορα είδη μεγάλων σκαθαριών, που ζουν κυρίως στο βόρειο ημισφαίριο. Το σώμα των υ. είναι μακρουλό και η κοιλιά τους, σε σχήμα αβγού,… … Dictionary of Greek
νυκτίβιος — νυκτίβιος, ον (Α) (κατά τον Φώτ. και τον Ησύχ.) «νυκτερόβιος». [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + βίος (πρβλ. θαλασσό βιος] … Dictionary of Greek
νυκτόβιος — και νυχτόβιος, α, ο (Α νυκτόβιος, ον) νεοελλ. 1. (για ζώα) αυτός που αναζητεί την τροφή του κατά τη νύχτα («νυκτόβιο είδος») 2. (για πρόσ.) αυτός που ξενυχτά και γυρίζει σπίτι του τα χαράματα; Ξενύχτης αρχ. νυκτίρεμβος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός … Dictionary of Greek
ορεσίβιος — α, ο (ΑΜ ὀρεσίβιος, ον, Α και ὀρέσβιος, ον) αυτός που διαμένει στα όρη, βουνήσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεσι / ὀρεσ (βλ. λ. όρος [II]) + βίος (πρβλ. θαλασσό βιος)] … Dictionary of Greek
θαλασσοβίωτος — θαλασσοβίωτος, ον (Α) αυτός που εξασφαλίζει τα αναγκαία για να ζήσει από τη θάλασσα, ο θαλασσόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + βιωτός (< βιώ < βίος), πρβλ. α βίωτος, ευ συμ βίωτος] … Dictionary of Greek