-
1 θαλασσοκράμβη
θᾰλασσο-κράμβη, ἡ,A sea-kale, Gp.12.1.1, Gal.6.354.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαλασσοκράμβη
См. также в других словарях:
θαλασσοκράμβη — θαλασσοκράμβη, ή (AM) είδος κράμβης που φύεται κοντά στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + κράμβη «λάχανο»] … Dictionary of Greek