-
1 θαλασσοβίωτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαλασσοβίωτος
См. также в других словарях:
θαλασσοβίωτος — θαλασσοβίωτος, ον (Α) αυτός που εξασφαλίζει τα αναγκαία για να ζήσει από τη θάλασσα, ο θαλασσόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + βιωτός (< βιώ < βίος), πρβλ. α βίωτος, ευ συμ βίωτος] … Dictionary of Greek