-
1 θυσανος
(ῠ) ὅ1) преимущ. pl. бахрома, кисть, подвески(φαεινοί Hes.; ἱμάντινοι Her.; δικτυωτός Diod.)
ζώνη ἑκατὸν θυσάνοις ἀραρυῖα Hom. — пояс, украшенный сотней подвесок2) пучки шерстиχρύσεος θ. Pind. — пряди золотого руна
-
2 θύσανος
ο1) хохол, хохолок; 2) помпон; кисть, кисточка (шнура и т. п.), бахрома; 3) перистое облако -
3 δικτυωτος
-
4 ευθυσανος
См. также в других словарях:
θύσανος — tassel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύσανος — Σύνολο νημάτων που έχουν ίσο μέγεθος και δένονται σφιχτά από τη μία πλευρά, ενώ από την άλλη αφήνονται ελεύθερα· η φούντα. (Βοτ.) Κυματώδης ταξιανθία. Εμφανίζεται, όταν από τον κύριο μονανθικό άξονα (κλάδο) φυτρώνουν, από αριστερά και δεξιά,… … Dictionary of Greek
θύσανος — ο 1. διακοσμητική φούντα συνήθως από νήματα: Θύσανος περικεφαλαίας. 2. είδος λευκού σύννεφου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θυσάνοις — θύσανος tassel masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυσάνοισι — θύσανος tassel masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυσάνοισιν — θύσανος tassel masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυσάνους — θύσανος tassel masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυσάνων — θύσανος tassel masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυσάνῳ — θύσανος tassel masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύσανοι — θύσανος tassel masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύσανον — θύσανος tassel masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)