-
1 θεσπις
-
2 Θεσπις
-
3 αοιδη
дор. ἀοιδά, стяж. ᾠδή ἥ1) песнь, песня Hom., Hes., Trag.2) песенный дар(θέσπις ἀ. Hom.)
3) пение(ὀρχεστύς τε καὴ ἄ. Hom.)
4) сказание Hom. -
4 δημιουργος
эп.-ион. δημιο-εργός ὅ1) мастер, знаток, специалист(οἱ δημιοεργοὴ - μάντις ἢ ἰητέρ κακῶν ἢ τέκτων δούρων ἢ καὴ θέσπις ἀοιδός Hom.; σοφίας Plat.; ἀρετῆς Arst.)
2) ремесленник, мастеровой(ἄνδρες δημιοεργοὴ μέλι ἐκ πυροῦ ποιεῦσι Her.; δημιουργοὴ οἷον ὑφάντης καὴ ναυπηγός Arst.; ὀψοποιοὴ καὴ δημιουργοί Plut.)
πρῶτος ἀποκρίνας χωρὴς εὀπατρίδας καὴ γεωμόρους καὴ δημιουργούς Arst. ap. Plut. — (Тесей), впервые обособивший (сословия) родовой знати, земледельцев и ремесленников;ὄρθρος δ. Hes. — восход, зовущий к труду3) создатель, творец(λόγων Aeschin.; νυκτός τε καὴ ἡμέρας Plat.; νόμων Arst.; ποιημάτων Plut.; πόλις, ἧς τεχνίτης καὴ δ. ὅ θεός NT.)
4) виновник, зачинщик(κακῶν Eur.)
5) (в дор. государствах - высшее должностное лицо) демиург(οἱ ἐν Ἤλιδι δημιουργοί Thuc.; οἱ δημιουργοὴ τῶν Ἀχαιῶν Polyb.)
См. также в других словарях:
Θέσπις — filled with the words of God masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέσπις — (6ος αι. π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Καταγόταν από τον αττικό δήμο Ικαρία (τον σημερινό Διόνυσο). Συγκεκριμένη και άμεση πληροφορία γι’ αυτόν παρέχει το Πάριο Μάρμαρο, χρονικό που αναφέρει ότι ο Θ. κέρδισε το 535 π.Χ. την πρώτη νίκη στα Μεγάλα… … Dictionary of Greek
θέσπις — θέσπῑς , θέσπις filled with the words of God fem acc pl (epic doric ionic aeolic) θέσπις filled with the words of God fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέσπη — θέσπις filled with the words of God fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θέσπιδα — Θέσπις filled with the words of God masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θέσπιδας — Θέσπις filled with the words of God masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θέσπιδες — Θέσπις filled with the words of God masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θέσπιδι — Θέσπις filled with the words of God masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θέσπιδος — Θέσπις filled with the words of God masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θέσπιν — Θέσπις filled with the words of God masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέσπιν — θέσπις filled with the words of God fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)