-
1 θέρμη
-
2 θέρμη
-
3 ζω-πυρίς
-
4 κατ-αιονάω
κατ-αιονάω, begießen, Medic.; ἐν τῇ ϑερμῇ πυέλῳ καταιονηϑέντες Luc. Lexiphan. 5; übertr., σοφίᾳ τινά D. Cass. 38, 19.
-
5 καυστειρός
(καυστειρός, VLL. und Arcad. p. 71, 22; nach den Schol. u. E. M. böotisch = καυστηρός; kommt nur im fem. vor); καυστειρὰ μάχη, die heiße Feldschlacht, Il. 4, 342. 12, 316, ϑερμή, διάπυρος erkl. Bei Nic. Th. 924 steht καυστείρης καμίνου.
-
6 θέρμα
-
7 ἀκτίς
ἀκτίς, ῖνος, ἡ (entstanden aus ἈΚΤΊΝΣ; es wird auch ein nom. ἀκτίν angenommen), der Strahl, Sonnenstrahl (von ἀκή; der Sonnenstrahl wird als Pfeil gedacht); Hom. viermal, im dat. plur., Iliad. 10, 547 weiße Pferde αἰνῶς ἀκτίνεσσιν ἐοικότες ἠελίοιο, Od. 11, 1 6 οὐδέ ποτ' αὐτοὺς ἠέλιος φαέϑων καταδέρκεται ἀκτίνεσσιν, 5, 479. 19, 441 οὔτε ποτ' (μιν) ἠέλιος φαέϑων ἀκτῖσιν ἔβαλλεν; – ἠελίοιο immer Aesch., z. B. Ag. 662; ohne diesen Zusatz Soph. ϑερμὴ ἀκτ. Tr. 685, ἡλιῶτις 694; ἀνὰ μέσαν ἀκτῖνα, von der Himmelsgegend, O. C. 1250; Sp. Sonnenschein im Gegensatz von σκιά, Ael. V. H. 3, 1. Vom Blitzstrahle, Διὸς ἀκτ. Soph. Tr. 1076; στεροπᾶς Pind. P. 4, 198; vgl. Ap. Rh. 1, 731 und Luc. Tim. 10; übh. Glanz, Schimmer, ἐργμἀτων καλῶν ἀκτίς, Thatenglanz, Pind. I. 3, 60; ἀγώνων Ὀλυμπικῶν P. 11, 48. – Bei Ant. Th. 39 (IX, 418) Speichen des Rades.
-
8 ζωπυρίς
ζω-πυρίς, ίδος, ἡ, ϑέρμη, belebende Wärme
См. также в других словарях:
Θέρμη — heat fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θέρμῃ — Θέρμη heat fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέρμη — I Αρχαία μακεδονική πόλη του Θερμαϊκού κόλπου, στα ερείπια της οποίας, κατά τον Στράβωνα, χτίστηκε η Θεσσαλονίκη το 315 π.Χ. από τον Κάσσανδρο. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος όμως διαχωρίζει τη Θ. από τη Θεσσαλονίκη. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως ήταν η… … Dictionary of Greek
θέρμη — η 1. πυρετός, ελονοσία: Με πιάνει θέρμη. 2. ζήλος: Ανέλαβε με θέρμη αυτήν την υπόθεση. 3. εγκαρδιότητα: Μας δέχτηκε με θέρμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Θέρμη — Sp Tèrmė Ap Θέρμη/Thermi L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
θέρμη — θέρμα fem nom/voc sg (attic epic ionic) θέρμη heat fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέρμῃ — θέρμα fem dat sg (attic epic ionic) θέρμη heat fem dat sg (attic epic ionic) θέρμω heat pres subj mp 2nd sg θέρμω heat pres ind mp 2nd sg θέρμω heat pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμῇ — θερμάζω fut ind mid 2nd sg (doric) θερμάζω fut ind act 3rd sg (doric) θερμός hot fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμή — θερμός hot fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέρμηι — θέρμῃ , θέρμα fem dat sg (attic epic ionic) θέρμῃ , θέρμη heat fem dat sg (attic epic ionic) θέρμῃ , θέρμω heat pres subj mp 2nd sg θέρμῃ , θέρμω heat pres ind mp 2nd sg θέρμῃ , θέρμω heat pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θέρμαι — Θέρμη heat fem nom/voc pl Θέρμᾱͅ , Θέρμη heat fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)