-
1 θέρειος
-
2 θέρειος
A of summer, in summer, αὐχμὸς θ. summer-drought, Emp.111.7;δρέπανον Orph.H. 40.11
; καρποί ib.18;θέρειος ὥρα Ael.NA2.25
.II θερεία, [dialect] Ion. - είη (sc. ὥρα), ἡ,= θέρος, summer-time, summer, Hdt.1.189, Arist. Mir. 841a25, Plb.5.1.3, al., PTeb.27.60 (ii B.C.), D.S.19.58 ([etym.] θερίᾳ) ; θερείης in summer, Nic.Fr.81; μεσούσης θ. D.H.1.63;ὑπὸ τὴν θερείαν D.S.3.24
: pl.,θερείαις Pi.I.2.41
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θέρειος
-
3 θέρειος
-
4 θερειος
-
5 θέρειος
θέρειοςof summer: masc nom sg -
6 θέρειος
θέρειος, sommerlich, zum Sommer gehörig, ihn betreffend -
7 θέρειον
θέρειοςof summer: masc acc sgθέρειοςof summer: neut nom /voc /acc sg -
8 θερειοτάτη
θέρειοςof summer: fem nom /voc superl sg (attic epic ionic) -
9 θερειοτάτου
θέρειοςof summer: masc /neut gen superl sg -
10 θερειότατος
θέρειοςof summer: masc nom superl sg -
11 θερειότερος
θέρειοςof summer: masc nom comp sg -
12 θερείαις
θέρειοςof summer: fem dat pl -
13 θερείην
θέρειοςof summer: fem acc sg (epic ionic)θέρωheat: aor opt pass 1st sg -
14 θερείης
θέρειοςof summer: fem gen sg (epic ionic)θέρωheat: aor opt pass 2nd sg -
15 θερείοις
θέρειοςof summer: masc /neut dat pl -
16 θερείου
θέρειοςof summer: masc /neut gen sg -
17 θέρεια
θέρειοςof summer: neut nom /voc /acc pl -
18 θέρειοι
θέρειοςof summer: masc nom /voc pl -
19 θερεία
θερείᾱ, θέρειοςof summer: fem nom /voc /acc dualθερείᾱ, θέρειοςof summer: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————θερείᾱͅ, θέρειοςof summer: fem dat sg (attic doric aeolic) -
20 θερείας
θερείᾱς, θέρειοςof summer: fem acc plθερείᾱς, θέρειοςof summer: fem gen sg (attic doric aeolic)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θέρειος — θέρειος, ον, θηλ. και θερεία και ιων. τ. θερείη, ή (Α) [θέρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέρος, ο θερινός («αύχμος θέρειος» θερινή ξηρασία, Εμπ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ή θερεία ή ιων. ή θερείη (ενν. ώρα) το θέρος 3. (το υπερθ.) θερείτατος … Dictionary of Greek
θέρειος — of summer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέρειον — θέρειος of summer masc acc sg θέρειος of summer neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερειοτάτη — θέρειος of summer fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερειοτάτου — θέρειος of summer masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερειᾶν — θέρειος of summer masc/fem gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερειότατος — θέρειος of summer masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερειότερος — θέρειος of summer masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερείαις — θέρειος of summer fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερείην — θέρειος of summer fem acc sg (epic ionic) θέρω heat aor opt pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερείης — θέρειος of summer fem gen sg (epic ionic) θέρω heat aor opt pass 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)