Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

θέμωσε

См. также в других словарях:

  • θέμωσε — θεμόω drove aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμώ — θεμῶ, όω (Α) [θεμός] κάνω κάτι να προσεγγίσει, ωθώ, αναγκάζω κάτι να πλησιάσει, οδηγώ («θέμωσε... χέρσον ἱκέσθαι» ώθησε, έσπρωξε το πλοίο προς την ξηρά ή οδήγησε το πλοίο προς την ξηρά, δηλ. στον προορισμό του, Ομ. Οδ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»