-
21 θάνατος
-
22 θάνατος
[танатос] ουσ α смерть. -
23 θάνατος
mort -
24 θάνατος
1) śmierć (f) rzecz.2) zgon (m) rzecz. -
25 θάνατος
1) smrt2) úmrtí3) zánik -
26 θάνατος
1) death2) demise3) fatalityΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > θάνατος
-
27 εὐ-θάνατος
-
28 πικρο-θάνατος
πικρο-θάνατος, mit einem bittern Tode, Sp.
-
29 πεισι-θάνατος
πεισι-θάνατος, zum Sterben beredend, Sp.
-
30 βραδυ-θάνατος
βραδυ-θάνατος, = δυςϑάνατος, Gal.
-
31 κακο-θάνατος
κακο-θάνατος, schlimm, unglücklich sterbend; schlimmen Tod bringend, wie nach Plut. de aud. poet. 5 ῥιγεδανὴ Ἑλένη von Einigen als κακοϑάνατος erklärt wurde.
-
32 εὐθυ-θάνατος
εὐθυ-θάνατος, sogleich tödtend, πληγή, Plut. Ant. 76.
-
33 δυς-θάνατος
δυς-θάνατος, 1) einen schweren, langsamen Tod sterbend, mit dem Tode ringend, Medic. – 2) schweren Tod bringend; κρατῆρες Eur. Ion 1051; Theophr.
-
34 βιαιο-θάνατος
βιαιο-θάνατος, eines gewaltsamen Todes sterbend, Sp.
-
35 μελλο-θάνατος
μελλο-θάνατος, im Begriffe zu sterben, dem Tode nahe, zw.
-
36 αὐτο-θάνατος
αὐτο-θάνατος, ὁ, der Selbstmörder, Plut. qu. gr. 12.
-
37 ἀωρο-θάνατος
ἀωρο-θάνατος, zu früh gestorben, B. A. p. 24; vgl. ἀωρί.
-
38 ὀξυ-θάνατος
ὀξυ-θάνατος, schnell tödtend, ἀσπίς, Strab. 17, 2, im compar.
-
39 ἀξιο-θάνατος
ἀξιο-θάνατος, des Todes werth, Schol. Aesch. Sept. 582.
-
40 ἀ-θάνατος
ἀ-θάνατος, bei Hom. und in einzelnen Stellen bei anderen Dichtern fem. ἀϑανάτη, z. B. ϑρίξ, Unsterblichkeit verleihend, Aesch. Ch. 610 ch.; Ar. Nub. 289 ch. Thesm. 1052 ch.; unsterblich, seit Hom. von den Göttern, im Ggstz der ϑνητοί, sterblichen Menschen; auch von Sachen, die den Göttern gehören, αἰγίς Il. 2, 447. Dann übh. immerwährend, ewig; in Prosa sehr gewöhnlich, auch δόξα, μνήμη, κτῆμα, Isocr. 1, 19; – ἀϑάνατοι, eine Soldatenschaar bei den Persern, Her. 7, 83 u. sonst; ἀϑ. ἀνήρ 7, 31, dem schon bei Lebzeiten ein Nachfolger bestimmt ist. – Bei att. D. ist das erste α auch kurz. – Adv. ἀϑανάτως εὕδειν, ewig, Philod. 32 (IX, 570).
См. также в других словарях:
Θάνατος — death masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάνατος — death masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… … Dictionary of Greek
θάνατος — ο 1. κατάσταση ενός οργανικού όντος όταν σταματούν όλες οι λειτουργίες του: Φυσιολογικός θάνατος. – Βίαιος θάνατος. – Βρήκε ένδοξο θάνατο. 2. χαρακτηρισμός γεγονότος πολύ θλιβερού: Η αποτυχία του γιου του ήταν γι αυτόν θάνατος. 3. νέκρωση:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Θάνατος κύνειος. — См. Собаке собачья смерть … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Δὶς κράμβη ϑάνατος. — δὶς κράμβη ϑάνατος. См. Пета бяху стара песня! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αιφνίδιος θάνατος — Ο απρόοπτος και σύντομος θάνατος που οφείλεται σε κάποια άγνωστη φαινομενικά, εσωτερική παθολογική ή φυσιολογική αιτία. Το ποσοστό των α.θ. στο σύνολο των θανάτων είναι σχετικά μικρό. Από πλευράς φύλου περισσότερο ευπρόσβλητο είναι το αντρικό,… … Dictionary of Greek
Κυνικὸς θάνατος. Παρόσον οἱ κύνες οὐ θαπτονται. — См. Собаке собачья смерть … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ТАНАТОС — • Θάνατος, Mors, олицетворение смерти. У Гомера бог смерти не имеет еще определенной формы. Чаще всего смерть называется θάνατος; к этому названию иногда прибавляются определения, так, напр., для выражения смерти как естественного… … Реальный словарь классических древностей
Θανάτω — Θάνατος death masc nom/voc/acc dual Θάνατος death masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανάτω — θάνατος death masc nom/voc/acc dual θάνατος death masc gen sg (doric aeolic) θανατόω put to death pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) θανατόω put to death imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)