-
1 θώσσω
-
2 θωσσω
[θῶμα] (только part. aor. θωχθείς) напиваться пьяным Soph. -
3 θώσσω
-
4 *θώσσω
*θώσσωGrammatical information: v.Meaning: in θῶξαι μεθύσαι, πληρῶσαι, θᾶξαι μεθύσαι; τεθωγμένοι... μεμεθυσμένοι, τεθαγμένοι μεμεθυσμένοι H., θωχθείς (S. Fr. 173; contracted from θωρηχθείς?; Schwyzer 16 n. 1) etc. `make drunken'.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The traditional connection with θήγω (since Ahrens Dial. 2, 182; further s. Bq) is doubted by WP. 1, 823 and instead connected with θοί-νη (through *θο(ι)άκ-ι̯ω, *θο(ι)-αξ).Page in Frisk: 1,701Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > *θώσσω
-
5 θωχθεις
-
6 θᾶξαι
См. также в других словарях:
θώσσω — (Α) ευφραίνω με ποτό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη πρόκειται για συντετμημένο τ. τού θωρήσσω* που αργότερα συνδέθηκε παρετυμολογικά με το θήγω «ακονίζω, διεγείρω»] … Dictionary of Greek
θωστήριον — θωστήριον, τὸ (Α) [θώσσω] (κατά τον Ησύχ.) «ευωχητήριον, εορτή» … Dictionary of Greek