-
1 καταχεω
(fut. κατεχεῶ, aor. κατέχεα - эп. κατέχευα; aor. pass. κατεχύθην), Hes. καταχεύομαι (только praes.) часто in tmesi1) выливать, разливать, поливать(ὕδωρ и ἔλαιόν τινι Hom. - тж. in tmesi; αἷμα τοῦ ἀκινάκεος Her.; γάλα κατὰ τοῦ προσώπου Plut.; μύρον ἐπὴ τέν κεφαλήν и κατὰ τῇς κεφαλῆς τινος NT.)
ὄρεος κορυφῇσι Νότος κατέχευεν ὀμίχλην Hom. — Нот окутал горные вершины туманом;βλέφορα δάκρυσι καταχυθέντα Eur. — вежды, омоченные слезами2) лить, струить(αἱματοέσσας ψιάδας ἔραζε Hom.)
; med.-pass. литься вниз, стекать(εἰς ὕδωρ Arst.)
, перен. стекаться(εἰς μίαν οὐσίαν Plut.)
3) сыпать в изобилии(νιφάδας ἐπὴ χθονί, χιόνα Hom.)
αἱ ἄκανθαι κατακεχύαται Her. — наваленные во множестве остовы (змей)4) перен. изливать, осыпать, обрушивать(χάριν τινί, πλοῦτόν τινι, ὀνείδεα κεφαλῇ τινος Hom.; βλασφημίαν τῶν ἱερῶν Plat.)
ὕπνον κ. Hom. — наводить сон, усыплять5) сбрасывать, опрокидывать(τεῖχος εἰς ἅλα Hom.)
6) бросать, валить, кидать(θύσθλα χαμαί, ἡνία ἔραζε, ὅπλα εἰς ἄντλον Hom.)
7) тж. med. лить, расплавлять, переливать(χρυσὸν ἐς πίθους Her.)
8) опускать(πέπλον ἐπ΄ οὔδει Hom.)
; pass. опускаться(κάτω Arst.)
9) распространять, распускать(δόξαν ἀνθρώπων Plat.)
См. также в других словарях:
θύσθλα — θύσθλα, τὰ (Α) 1. τα ιερά σκεύη τα οποία χρησιμοποιούσαν στις βακχικές πομπές 2. συνεκδ. η βακχική τελετή, η βακχική πομπή 2. θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < *θυρσ θλα με απλοποίηση τού συμφωνικού συμπλέγματος < θύρσος + θλον. Κατέληξε να σημαίνει… … Dictionary of Greek
θύσθλα — sacred implements of Bacchic orgies neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύσθλοις — θύσθλα sacred implements of Bacchic orgies neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύσθλοισι — θύσθλα sacred implements of Bacchic orgies neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύσθλοισιν — θύσθλα sacred implements of Bacchic orgies neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύσθλον — ναῡσθλον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ναῡλον». [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦ ς «πλοίο» + επίθημα θλον (πρβλ. ἔδεθλον, θύσθλα, θέμεθλα). Το σ τού τ. είναι μεταγενέστερο (πρβλ. ναύ σ της)] … Dictionary of Greek
dheu̯es-, dhu̯ē̆s-, dheus-, dhū̆ s- — dheu̯es , dhu̯ē̆s , dheus , dhū̆ s English meaning: to dissipate, blow, etc. *scatter, dust, rain, breathe, perish, die Deutsche Übersetzung: ‘stieben, stäuben, wirbeln (nebeln, regnen, Dunst, Staub; aufs seelische Gebiet angewendet:… … Proto-Indo-European etymological dictionary