-
1 θύρσα
θύρσοςwand wreathed in ivy and vine-leaves with a pine-cone at the top: neut nom /voc /acc pl -
2 θύρσος
См. также в других словарях:
θύρσα — θύρσος wand wreathed in ivy and vine leaves with a pine cone at the top neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύρσος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο επί Δεκίου (249 251) στην Απολλωνία της Φρυγίας, μαζί με τον Καλλίνικο και τον Λεύκιο. Η μνήμη τους τιμάται στις 14 Δεκεμβρίου. 2. Μαρτύρησε μαζί με την Αγνή. Η μνήμη του… … Dictionary of Greek