Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

θύννος

См. также в других словарях:

  • θύννος — tunny fish masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύννος — Άλλη ονομασία του ψαριού τόνος (βλ. λ.), της ποικιλίας μαγιάτικο. Από την ονομασία του προέρχεται η λέξη θυννείο, που σημαίνει θαλάσσιο χώρο κοντά σε ακτή, με ρηχά νερά, που είναι περιφραγμένος με δίχτυα για το ψάρεμα κυρίως θ. * * * ο (ΑΜ θύννος …   Dictionary of Greek

  • θύννος — ο είδος ψαριού, ο τόνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θύννοι — θύννος tunny fish masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύννοιο — θύννος tunny fish masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύννοις — θύννος tunny fish masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύννοισι — θύννος tunny fish masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύννον — θύννος tunny fish masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύννου — θύννος tunny fish masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύννους — θύννος tunny fish masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύννων — θύννος tunny fish masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»