Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

θόωκος

См. также в других словарях:

  • θόωκος — θόωκος, ὁ (Α) θώκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. τ. τού θώκος*] …   Dictionary of Greek

  • θόωκος — θᾶκος seat masc nom sg (epic) θόωκος seat masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφιθόωκος — ἀμφιθόωκος, ον (Α) [θῶκος] αυτός που βρίσκεται γύρω από τον θώκο, τον θρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + θόωκος (< θόοκος) ασυναίρετος τύπος τού θᾶκος, θῶκος με έκταση (διέκταση) του φωνήεντος τής δεύτερης συλλαβής] …   Dictionary of Greek

  • αντιθόωκος — ἀντιθόωκος, ον (Α) ο αντίθρονος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + θόωκος, επικ. τ. του θώκος «έδρα, κάθισμα»] …   Dictionary of Greek

  • θάκος — θᾱκος, επικ. και ιων. τ. θῶκος, επικ. τ. και θόωκος, ό (Α) βλ. θώκος …   Dictionary of Greek

  • θώκος — ὁ (Α θᾱκος και επικ. και ιων. τ. θῶκος, επικ. τ. και θόωκος, Μ θῶκος) έδρα, κάθισμα νεοελλ. 1. κάθισμα που ξεχωρίζει, που υπερέχει από τα άλλα 2. κάθισμα επίσημου προσώπου («προεδρικός θώκος») 3. φρ. «οικολογικός θώκος» η μικρότερη ομάδα βιοτόπου …   Dictionary of Greek

  • θοώκοις — θᾶκος seat masc dat pl (epic) θόωκος seat masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θοώκου — θᾶκος seat masc gen sg (epic) θόωκος seat masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θοώκους — θᾶκος seat masc acc pl (epic) θόωκος seat masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θοώκων — θᾶκος seat masc gen pl (epic) θόωκος seat masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θοώκῳ — θᾶκος seat masc dat sg (epic) θόωκος seat masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»