-
1 θόρνυμαι
θόρνυμαι, = ϑρώσκω, sich begatten; ἐπεὰν ϑορνύωνται κατὰ ζεύγεα Her. 3, 109; Nic. Ther. 130; p. bei Eust. Il. 1057. – Pass. ist Theol. arithm. p. 45, 35 ὁ γόνος τῷ ἄῤῥενι ϑόρνυται εἰς τὴν γυναικείαν μήτραν.
-
2 θόρνυμαι
A = θρῴσκω 11, [S.]Fr.1127.9, Nic.Th. 130: [ per.] 3pl. subj.,ἐπεὰν θορνύωνται Hdt.3.109
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θόρνυμαι
-
3 θόρνυμαι
-
4 ἀνα-θόρνυμαι
ἀνα-θόρνυμαι, = ἀναϑρώσκω, Ael. H. A. 12, 18.
-
5 ἐπι-θόρνυμαι
ἐπι-θόρνυμαι, bespringen, sich begatten, γυναιξί, Philostr. v. Apoll. 5, 29; gew. von Thieren, βουσί, Luc. Amor. 22; Ael. N. A. 17, 46.
-
6 ἐκ-θόρνυμαι
ἐκ-θόρνυμαι, = ἐκϑρώσκω, Sp., wie M. Anton. 8, 51.
-
7 θορνύωνται
θόρνυμαιpres subj mp 3rd plθόρνυμαιpres subj mp 3rd pl -
8 θορνυμένου
θόρνυμαιpres part mp masc /neut gen sg -
9 θορνυμένους
θόρνυμαιpres part mp masc acc pl -
10 θορνύμενα
θόρνυμαιpres part mp neut nom /voc /acc pl -
11 θόρνυσθαι
θόρνυμαιpres inf mp -
12 θόρνυται
θόρνυμαιpres ind mp 3rd sg -
13 επιθορνυμένων
-
14 ἐπιθορνυμένων
-
15 επιθορνύοιντο
-
16 ἐπιθορνύοιντο
-
17 θορός
-
18 επιθορνυμαι
-
19 αναθορνύμενοι
-
20 ἀναθορνύμενοι
См. также в других словарях:
θόρνυμαι — (Α) (για ζώα) βατεύω, οχεύω, συνουσιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Θόρ νυ μαι < θ. θορ τού αορ. έ θορ ον τού θρῴσκω*] … Dictionary of Greek
θορνύωνται — θόρνυμαι pres subj mp 3rd pl θόρνυμαι pres subj mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορνυμένου — θόρνυμαι pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορνυμένους — θόρνυμαι pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορνύμενα — θόρνυμαι pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θόρνυσθαι — θόρνυμαι pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θόρνυται — θόρνυμαι pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθόρνυτο — θόρνυμαι imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθορνυμένων — ἐπί θόρνυμαι pres part mp fem gen pl ἐπί θόρνυμαι pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθορνύοιντο — ἐπί θόρνυμαι pres opt mp 3rd pl ἐπί θόρνυμαι pres opt mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιθόρνυμαι — ἐπιθόρνυμαι (Α) εκσπερματίζω, οχεύω, βατεύω (συν. για άρρενα ζώα). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θόρνυμαι «ορμώ, πηδώ»] … Dictionary of Greek