-
1 θωράκια
θωράκιονbreastwork: neut nom /voc /acc pl -
2 πυράγηρα
πυράγηρα· τὰ θωράκια, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυράγηρα
-
3 τριέλικτος
A thrice coiled, ὄφις Orac. ap. Hdt.6.77;Μαιάνδρου τ. ὕδωρ AP6.110
(Leon. or Mnasalc.); τ. ἰχνοπέδαν a noose of three threads, ib. 109 (Antip.); τ. νῆμα (of the Fates) ib.7.14 (Antip. Sid.); τ. θώρακες, of three 'crow's-nests' (cf.θωράκια Moschio
ap.Ath.5.208e), App.Anth.3.82.9 ([place name] Archimelus).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριέλικτος
-
4 ὑπερπετής
ὑπερπετής, ές,A flying over or above,τοῦ τείχους ὑπερπετῆ γιγνόμενα τὰ βέλη Aen.Tact.32.10
; βέλη ὑ. τῶν πρωτοστατῶν φερόμενα darts flying over their heads, Plb.18.30.3, cf. 8.7.3, D.S.14.23;ὑ. ὄρνεις Str.5.4.5
;τὸ ὑ.
all that flies over,Id.
15.1.38; ὑ. πνεῖν, of winds, Id.15.3.10: metaph., high-flying, Luc.Pr.Im.17.II stretching beyond, reaching high,θωράκια Plb.8.4.4
; outflanking,D.H.
9.11: c. gen.,ὑ. τῆς πνοῆς
far above,D.S.
17.7; reaching higher,Str.
16.4.16; ἐὰν βίᾳ τις τὸ κλύσμα ἐνθλίβων ὑπερπετὲς αὐτὸ ποιήσῃ too high, Mnesith. ap. Orib.8.38.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερπετής
См. также в других словарях:
θωράκια — θωράκιον breastwork neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Θήβα — Πόλη (υψόμ. 180 μ., 21.211 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, έδρα του δήμου Θηβαίων και, παλαιότερα (έως το 1997), της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, σε ίση απόσταση από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο, στο κέντρο μιας… … Dictionary of Greek
Μουσείο Μιστρά — Το μουσείο του Μιστρά στεγάζεται στο συγκρότημα του μητροπολιτικού μεγάρου, στη δυτική πλευρά της αυλής του Αγίου Δημητρίου, της Μητρόπολης του Μιστρά. Μια επιγραφή που σώζεται στον εξώστη, αριστερά από την πόρτα του μουσείου, μας πληροφορεί ότι… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Βυζαντινό Φθιώτιδας — Το Βυζαντινό Μουσείο Φθιώτιδας προβλέπεται να λειτουργήσει προσεχώς στο κτίριο των λεγόμενων Καποδιστριακών Στρατώνων της Υπάτης. Πρόκειται για ένα ορθογώνιο λιθόκτιστο διώροφο κτίριο των αρχών του 19ου αι., παρόμοιο με αυτό του κάστρου της… … Dictionary of Greek
Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… … Dictionary of Greek
άφρακτος — και χτος, η, ο (AM ἄφρακτος, ον, Α και ἄφαρκτος, ον) απερίφρακτος, ξέφραγος αρχ. 1. ανοχύρωτος, αφρούρητος, αφύλαχτος 2. (για άλογα ή ιππείς) αυτός που δεν έχει αρματωθεί 3. ασυγκράτητος 4. (για ανθρώπους) αυτός που δεν περιστοιχίζεται ή δεν… … Dictionary of Greek
βασιλική — Ονομασία δημόσιου ρωμαϊκού κτιρίου και ενός ορισμένου αρχιτεκτονικού τύπου της χριστιανικής εκκλησίας που κατά την επικρατέστερη άποψη προήλθε από ανάλογες ειδωλολατρικές κατασκευές. ρωμαϊκή β. Χαρακτηριστικό κτίριο των ρωμαϊκών πόλεων,… … Dictionary of Greek
θοιρακωτός — ή, ό [θώρακας] 1. αυτός που έχει επενδυθεί με θώρακα, θωρακισμένος, θωρακοφόρος 2. ναυτ. το ουδ. ως ουσ. το θωρακωτό α) πλοίο τού οποίου οι ιστοί ήταν εφοδιασμένοι με θωράκια, κν. κοφάδο β) θωρηκτό* … Dictionary of Greek
θωρακίτης — ο (Α θωρακίτης, ό, θηλ. θωρακῑτις, ίτιδος) νεοελλ. ναύτης ή δίοπος τής ειδικότητας τών αρμενιστών, ειδικός στο να χειρίζεται τα άρμενα, ο οποίος ανέβαινε κατά τους χειρισμούς στα θωράκια, αρμενιστής αρχ. 1. στρατιώτης οπλισμένος μόνο με θώρακα,… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek