-
1 θύ̄ω 1
θύ̄ω 1.Grammatical information: v.Meaning: `rush in, sethe, storm, rage' (Il.)Other forms: also θυίω (Hom., h. Merc. 560; cf. Chantraine Gramm. hom. 1, 51 and 372), θύ̄νω (Il.), ipf. also ε᾽θύνεον (Hes.), aor. ἔθῡσα (Call. Fr. 82),Derivatives: θυ(ι)άς, - άδος f. "the storming one", `thyiade, Bacchante' (A., Tim.), also θυῖα f. (Str. 10, 3, 10 [and S. Ant. 1151, lyr.?]; cf. Fraenkel Nom. ag. 1, 95); Θυῖα n. name of a Dionysos-feast in Elis (Paus. 6, 26, 1), Θυῑος name of a Thessal. and Boeotian month (inscr.); Θυώνη surn. of Semele (h. Hom., Sapph., Pi.); also θύστα θυῖα and θυστάδες νύμφαι τινές, αἱ ἔνθεοι, καὶ Βάκχαι H.; Θυστήριος surn. of Bakchos (EM); θῦνος πόλεμος, ὁρμή, δρόμος H. (from θύνω; not = Skt. ptc. dhūna-); θῦσις (Pl. Kra. 419e as explanation of θυμός). Deverbat.: θυάω `be rutty, of swines' (Arist.; after βακχάω, μαργάω a. o.; s. Schwyzer 726 n. 2). Unclear θυωθείς μανείς, ὁρμήσας H. - On θύελλα and θύσθλα s. v. Here also θυάκται m. pl. (Troizen IIa), if = `mystae sive thiasotae'; cf Fraenkel Nom. ag. 1, 174; DELG refers this to θύω 2.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: θύ̄νω has been analysed as *θύ-νϜ-ω (with ἐθύνεον \< *ἐ-θύ-νεϜ-ον), an old νῡ-present and identified with Skt. dhū̆-nó-ti `schütteln' (Schwyzer 696 a. n. 2). But I don't see what `schütteln' has to do with our verb. - For θυστάδες, θύσθλα one posited a stem θυσ-, which has also been posited for θυίω, if from *θύσ-ι̯ω (Schulze Q. 313 n. 5, Fraenkel Nom. ag. 2, 37; diff. J. Schmidt KZ 27, 294f.; s. also Schwyzer 686 ε). It is however not certain that this supposed *θυσ- has anything to do with our verb. This *θυσ- has been connected with Lat. fur-ō, - ere, s. W.-Hofmann s. v., where also other interpretations are given; we can therefore better leave furō on itself. See also 2. θύω. - The hesitation between θύω 1 and θύω 2 shows how uncertain the interpretation is. I wonder whether *θυσ- is not of foreign origin. Note rare forms or meanings as θύστα, θυτάδες, θυάω. Pok. 261ff. gives anenormous amount of forms and meanings, but no close parallel for the meaning of θύω 1. In the present situation, without further research, nothing can be said.Page in Frisk: 1,697-698Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θύ̄ω 1
-
2 θύσθλα
Grammatical information: n. pl.Meaning: `the sacred implements of Bacchic orgies' (Ζ 134), sec. `sacrifice' (Lyc.; through influence of 2. θύω).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: From θύσ-θλα with θλο-suffix (Chantraine Formation 375) to 1. θῦω, s.v. Not with G. Hoffmann in Hermann Silbenbildung 80 n. 1, Pisani Stud. itfilclass. 11 (1934) 225f., Benveniste Origines 203 to θύρσος. - The derivation does not seem adequate to me: it would give a much more general meaning, than the very specific one it has. It will be a loan = non-IE word, either Anatolian or Pre-Greek.Page in Frisk: 1,697Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θύσθλα
-
3 ναῦσθλον
Grammatical information: n.Other forms: n. Argiv. for ναῦλονDerivatives: ναυσθλόο- μαι, - όω `be carried for fare, transport, (as passenger) travel' (E., Ar., Lyc.; cf. Fraenkel Denom. 76).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: From ναῦς with θλο-suffix as in θύσ-θλα, θέμε-θλα a.o. (Schwyzer 533, Chantraine Form. 375); the - σ- must be secondary (cf. ναύστης s. ναῦς). -- Cf. ναῦσσον.Page in Frisk: 2,Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ναῦσθλον
См. также в других словарях:
θύω — (I) (ΑΜ θύω) προσφέρω θυσία, θυσιάζω νεοελλ. μτφ. 1. καταστρέφω, αφανίζω, εξοντώνω 2. φρ. α) «θύω στον Βάκχο» μεθώ, πίνω υπερβολικά β) «θύω στην Αφροδίτη» παραδίδομαι σε σαρκικές απολαύσεις γ) «θύω και απολλύω» i. κάνω μεγάλες καταστροφές ii.… … Dictionary of Greek
θυσείω — (Α) επιθυμώ να θυσιάσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό τού θύω (I) < θ. θύσ (πρβλ. μέλλ. θύσ ω) + κατάλ. εφετικών ρ. είω (πρβλ. εργα σείω, πολεμη σείω)] … Dictionary of Greek
-θλον — επίθημα τής Αρχαίας Ελληνικής που μαρτυρείται σε μικρό αριθμό λέξεων, από τις οποίες ορισμένες απαντούν μέχρι σήμερα. Το θ τού επιθήματος είναι το ίδιο με αυτό που απαντά στα θμο και θρο , αλλά δεν είναι γνωστό αν πρόκειται για προσδιοριστικό τής … Dictionary of Greek
δέηση — η (AM δέησις) προσευχή, παράκληση που απευθύνεται στον Θεό (α. «Σάρρα, άμε, κάμε προσευκή, δέηση στο Θεό μας», Θυσ. Αβραάμ β. «δέησιν ποιεῑσθαι», ΚΔ) αρχ. μσν. η παράκληση, το να παρακαλεί κάποιος για κάτι μσν. 1. το «τρίμορφον» παράσταση στην… … Dictionary of Greek
θαρρεύω — (Μ θαρρεύω και θαρρεύγω) 1. (αμτβ.) παίρνω θάρρος, τολμώ («θαρρεύω σαν λεοντάρι άναψα», Κρυστ.) 2. θαρρώ, νομίζω, υποθέτω, πιστεύω («θάρρεψα πως θα ρχόσουνα») 3. μέσ. θαρρεύομαι εμπιστεύομαι κάποιον, βασίζομαι σε κάποιον («δεν θαρρεύομαι σε… … Dictionary of Greek
θυσία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στην τελετουργική ανάλωση ενός αγαθού. Στον όρο θ. εντάσσεται μεγάλη ποικιλία θρησκευτικών γεγονότων, τα οποία θα μπορούσαν να περιληφθούν σε τρεις θεμελιώδεις κατηγορίες: την προσφορά των απαρχών (των… … Dictionary of Greek
θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των … Dictionary of Greek
θύσανος — Σύνολο νημάτων που έχουν ίσο μέγεθος και δένονται σφιχτά από τη μία πλευρά, ενώ από την άλλη αφήνονται ελεύθερα· η φούντα. (Βοτ.) Κυματώδης ταξιανθία. Εμφανίζεται, όταν από τον κύριο μονανθικό άξονα (κλάδο) φυτρώνουν, από αριστερά και δεξιά,… … Dictionary of Greek
θύστας — θύστας, ὁ, δωρ. τ. τού θύστης* (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ό ἱερεὺς παρὰ Κρησί». [ΕΤΥΜΟΛ. < παρεκτεταμένο σιγμόληκτο θ. θυσ τού θύω (I)] … Dictionary of Greek
θύστρα — θύστρα, τὰ (Α) επιγρ. θύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρεκτεταμένο σιγμόληκτο θ. θυσ τού θύω (I)*] … Dictionary of Greek
ιθυντήριος — α, ο (Α ἰθυντήριος, ον, θηλ. και ἰθυντηρία) αυτός που διευθύνει, που οδηγεί, ο κατευθυντήριος νεοελλ. ναυτ. φρ. «ιθυντήρια σημεία» σημεία στην ξηρά, κοντά στην παραλία, που δίνουν τη δυνατότητα στον πλοίαρχο να κατευθύνει το πλοίο με ασφάλεια… … Dictionary of Greek