-
1 θυρᾱ-μάχος
θυρᾱ-μάχος, draußen, vor der Thür kämpfend, Pratinas bei Ath. XIV, 617 d.
-
2 θυρᾱμάχος
θυρᾱ-μάχος, draußen, vor der Tür kämpfend
См. также в других словарях:
θυραμάχος — θυραμάχος, ον (Α) αυτός που χτυπά τις πόρτες, που επιτίθεται κατά τών θυρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + μάχος (< μάχη), πρβλ. μονο μάχος, ναυ μάχος] … Dictionary of Greek