-
1 θυρωμάτων
θύρωμαdoorway: neut gen plθυρώματαneut gen pl -
2 πῆξις
2 Astrol., fixing,τοῦ ἀναφορικοῦ Vett.Val.24.18
, cf. Cat.Cod.Astr.2.196.II solidity,πῆξιν λαβεῖν D.S.1.7
(but metaph., acquire fixity, Chrysipp.Stoic.3.138, cf. Dam.Pr.56).2 coagulation, Pl.Phlb. 32a; freezing, Hp. Aër.8; [ὕδατος] π. Epicur.Ep.2p.49U., cf. p.45 U.; caused by cold, as τῆξις, διάχυσις, ζέσις by heat, Arist.Mete. 382b31, GC 330b27 (but alsoπ. θερμότητος Ocell.2.9
); formation of gum in plants, Thphr.HP 9.1.5; curdling,γάλακτος D.S.4.81
.
См. также в других словарях:
θυρωμάτων — θύρωμα doorway neut gen pl θυρώματα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αντελάμι, Μπενεντέτο — (Benedetto Antelami, 1150; – 1225;). Ιταλός γλύπτης και αρχιτέκτονας. To επώνυμό του υποδηλώνει ότι ανήκε στην ομάδα των αντελαμών δασκάλων, που κατάγονταν από τη λίμνη του Κόμο και εργάστηκαν ως αρχιτέκτονες και διακοσμητές στη βόρεια Ιταλία… … Dictionary of Greek
Βένετο — I (Veneto ή Venézia Euganea). Ιστορική και διοικητική περιφέρεια (18.365 τ. χλμ., 4.487.560 κάτ. το 2000) της ΒΑ Ιταλίας, στο ΒΑ γεωγραφικό διαμέρισμα της χώρας. Διοικητικά αποτελείται από επτά επαρχίες: Μπελούνο, Πάντοβα, Ροβίγκο, Τρεβίζο,… … Dictionary of Greek