-
1 θυροκοπώ
θυροκοπέωknock at the door: pres subj act 1st sg (attic epic doric)θυροκοπέωknock at the door: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
2 θυροκοπῶ
θυροκοπέωknock at the door: pres subj act 1st sg (attic epic doric)θυροκοπέωknock at the door: pres ind act 1st sg (attic epic doric)
См. также в других словарях:
θυροκοπώ — θυροκοπῶ, έω (Α) [θυροκόπος] 1. (ιδίως για μέθυσο) χτυπώ τη θύρα 2. μτφ. χτυπώ κάτι σαν να χτυπώ πόρτα (α. «τὴν πλευρὰν τῇ χειρὶ θυροκοπεῑ», Πλούτ. β. «ὁ λιμὸς τὴν γαστέρα θυροκοπεῑ», Αλκίφρ.) … Dictionary of Greek
θυροκοπῶ — θυροκοπέω knock at the door pres subj act 1st sg (attic epic doric) θυροκοπέω knock at the door pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυροκροτώ — θυροκροτῶ, έω (Α) θυροκοπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + κροτώ (< κρότος), πρβλ. συγ κροτώ, χειρο κροτώ] … Dictionary of Greek
θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των … Dictionary of Greek