Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

θυροκοπῶ

См. также в других словарях:

  • θυροκοπώ — θυροκοπῶ, έω (Α) [θυροκόπος] 1. (ιδίως για μέθυσο) χτυπώ τη θύρα 2. μτφ. χτυπώ κάτι σαν να χτυπώ πόρτα (α. «τὴν πλευρὰν τῇ χειρὶ θυροκοπεῑ», Πλούτ. β. «ὁ λιμὸς τὴν γαστέρα θυροκοπεῑ», Αλκίφρ.) …   Dictionary of Greek

  • θυροκοπῶ — θυροκοπέω knock at the door pres subj act 1st sg (attic epic doric) θυροκοπέω knock at the door pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυροκροτώ — θυροκροτῶ, έω (Α) θυροκοπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + κροτώ (< κρότος), πρβλ. συγ κροτώ, χειρο κροτώ] …   Dictionary of Greek

  • θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»