-
1 θυρεο-φόρος
θυρεο-φόρος, der einen großen Schild trägt, Schildträger, Plut. Crass. 25. Vgl. ϑυρεαφόρος.
-
2 θυρεοφόρος
θυρεο-φόρος, der einen großen Schild trägt, Schildträger -
3 θυρεοφορος
См. также в других словарях:
θυρεοφόρος — θυρεοφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει θυρεό, δηλ. μεγάλη επιμήκη ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυρεός + φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο φόρος, κερδο φόρος] … Dictionary of Greek