-
1 θυοδοκος
2принимающий священные курения, т.е. полный благовонных курений(δόμοι, οἶκοι, ἀνάκτορον Eur.)
-
2 θυοδόκος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυοδόκος
-
3 θυοδόκος
θυο-δόκος, Rauchwerk, Weihrauch empfangend; δόμοι, οἶκοι, vom Tempel in Delphi -
4 θυοδόκα
θυοδόκοςreceiving incense: neut nom /voc /acc pl -
5 θυοδόκοι
θυοδόκοςreceiving incense: masc /fem nom /voc pl -
6 θυοδόκων
θυοδόκοςreceiving incense: masc /fem /neut gen pl -
7 Incense
subs.Fill with incense, v. trans. V. θειοῦν (Eur., Hel. 866).Burn as incense: V. ἐκθυμιᾶν.Reeking with incense, adj.: V. θυοδόκος.——————v. trans.Anger: P. and V. παροξύνειν, ὀργίζειν (Plat.), V. ὀξύνειν, ὀργαίνειν, ἐξαγριοῦν (also Plat. in pass.), ἀγριοῦν (also Xen. and Ar. in pass.), θήγειν.Incensed: see Angry.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Incense
См. также в других словарях:
θυοδόκος — θυοδόκος, ον (Α) (για τον Δελφικό ναό) αυτός που δέχεται θυμιάματα, αυτός που είναι γεμάτος θυμιάματα, ο ευώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύος* + δοκος (< δέχομαι), πρβλ. ανθο δόκος, οινο δόκος) … Dictionary of Greek
θυοδόκα — θυοδόκος receiving incense neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυοδόκοι — θυοδόκος receiving incense masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυοδόκων — θυοδόκος receiving incense masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… … Dictionary of Greek
θύος — θύος, τὸ (Α) 1. θυσία, ιερή προσφορά 2. θυμίαμα 3. είδος πλακούντα που προσφερόταν σε θρησκευτικές τελετές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύω. Η ονομαστική πληθ. θύεα μαρτυρείται στον μηκυναϊκό τ. tuwea «αρωματικά προϊόντα», ενώ αργότερα η σημασία εξελίχθηκε σε… … Dictionary of Greek