-
1 θυννεύω
θυννεύω, Thunfische fangen.
-
2 θυννεύω
См. также в других словарях:
θυννευτικός — θυννευτικός, ή, όν (Α) κατάλληλος για το ψάρεμα τού τόν(ν)ου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύννος, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *θυννεύω] … Dictionary of Greek
1 θυννεύω
θυννεύω, Thunfische fangen.
2 θυννεύω
θυννευτικός — θυννευτικός, ή, όν (Α) κατάλληλος για το ψάρεμα τού τόν(ν)ου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύννος, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *θυννεύω] … Dictionary of Greek