-
1 θυμοσοφος
-
2 θυμόσοφος
θῡμόσοφος, θυμόσοφοςwise from one's own soul: masc /fem nom sg -
3 θυμόσοφος
ος, ον 1. хладнокровный; флегматичный;2. (ο, η) хладнокровный человек; флегматик -
4 θυμόσοφος
θῡμό-σοφος, ον,A wise from one's own soul, i.e. naturally clever, Id.Nu. 877, Plu.Art.17; of animals, Arr.Ind.14.4, Ael.NA16.15; ὄρνεον -ώτερον ib.3; τὸ θ. Plu. 2.970e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυμόσοφος
-
5 θῡμόσοφος
θῡμό-σοφος, von Natur, durch sich selbst weise, von Natur geschickt; τὸ ϑυμόσοφον, d. i. Gelehrigkeit des Tieres -
6 θυμοσοφώτερον
θῡμοσοφώτερον, θυμόσοφοςwise from one's own soul: masc acc comp sgθῡμοσοφώτερον, θυμόσοφοςwise from one's own soul: neut nom /voc /acc comp sgθῡμοσοφώτερον, θυμόσοφοςwise from one's own soul: adverbial -
7 θυμόσοφον
θῡμόσοφον, θυμόσοφοςwise from one's own soul: masc /fem acc sgθῡμόσοφον, θυμόσοφοςwise from one's own soul: neut nom /voc /acc sg -
8 θυμοσοφώτεροι
θῡμοσοφώτεροι, θυμόσοφοςwise from one's own soul: masc nom /voc comp pl -
9 θυμοσόφου
θῡμοσόφου, θυμόσοφοςwise from one's own soul: masc /fem /neut gen sg -
10 θυμοσόφους
θῡμοσόφους, θυμόσοφοςwise from one's own soul: masc /fem acc pl -
11 θυμοσόφω
-
12 θυμοσόφῳ
-
13 θυμόσοφα
θῡμόσοφα, θυμόσοφοςwise from one's own soul: neut nom /voc /acc pl -
14 θυμόσοφοι
θῡμόσοφοι, θυμόσοφοςwise from one's own soul: masc /fem nom /voc pl -
15 θυμόμαντις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυμόμαντις
-
16 ὀξυμαθής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξυμαθής
См. также в других словарях:
θυμόσοφος — η, ο (Α θυμόσοφος, ον) αυτός που έχει έμφυτη και κατ έμπνευση σοφία, ο εκ φύσεως σοφός, ο ευφυής νεοελλ. αυτός που έχει έμφυτη την κλίση να φιλοσοφεί πρακτικά, που διατηρεί την ψυχραιμία και την ψυχική του ηρεμία και στις πιο κρίσιμες περιστάσεις … Dictionary of Greek
θυμόσοφος — η, ο αυτός που έχει την τάση να φιλοσοφεί, αυτός που έχει την ικανότητα να χαρακτηρίζει επιγραμματικά πρόσωπα και καταστάσεις: Θυμόσοφος λαός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θυμόσοφος — θῡμόσοφος , θυμόσοφος wise from one s own soul masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμοσοφώτερον — θῡμοσοφώτερον , θυμόσοφος wise from one s own soul masc acc comp sg θῡμοσοφώτερον , θυμόσοφος wise from one s own soul neut nom/voc/acc comp sg θῡμοσοφώτερον , θυμόσοφος wise from one s own soul adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμοσοφώ — θυμοσοφῶ, έω (Μ) [θυμόσοφος] 1. είμαι θυμόσοφος, είμαι ευφυής 2. διατηρώ την ψυχραιμία μου, είμαι φλεγματικός … Dictionary of Greek
θυμόσοφον — θῡμόσοφον , θυμόσοφος wise from one s own soul masc/fem acc sg θῡμόσοφον , θυμόσοφος wise from one s own soul neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμο- — (ΑΜ θυμό ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό χαρακτηρίζει (πρβλ. θυμο βαρής, θυμο λέων) ή χαρακτηρίζεται (πρβλ. θυμό βολώ, θυμό κλωστος) ή αναφέρεται (πρβλ. θυμο ειδής, θυμο κάτοχος) στον θυμό, με τη σημασία είτε τού «ψυχή» (πρβλ … Dictionary of Greek
θυμοσοφία — η [θυμόσοφος] η ιδιότητα και το γνώρισμα τού θυμόσοφου, το να θυμοσοφεί κάποιος, το να έχει μια πρακτική φιλοσοφία, η στωικότητα … Dictionary of Greek
θυμοσοφικός — ή, ό (Α θυμοσοφικός, ή, όν) [θυμόσοφος] αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη θυμοσοφία ή στον θυμόσοφο … Dictionary of Greek
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
σοφός — ή, ό / σοφός, ή, όν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύφος Α 1. πλούσιος σε γνώσεις, πολυμαθής, αυτός που γνωρίζει τα πράγματα σε βάθος, ευρυμαθής 2. έξυπνος, ευφυής (α. «σοφό παιδί» β. «ὅστις σ , Ὀδυσσεῡ, μὴ λέγει γνώμη σοφὸν φῡναι... μῶρός ἐστ ἀνήρ», Σοφ.) 3 … Dictionary of Greek