Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

θυμωμένος

См. также в других словарях:

  • θυμώνω — (ΑΜ θυμῶ, όω, Μ και θυμώνω) 1. (μτβ.) προκαλώ την οργή κάποιου, κάνω κάποιον να εξοργιστεί, τον εκνευρίζω, επισύρω την οργή του, τον φουρκίζω 2. (αμτβ.) (ενεργ. και μέσ. παθ.) θυμώνω, θυμώνομαι (νεοελλ. μσν.), θυμῶ, θυμοῡμαι (μσν. αρχ.)… …   Dictionary of Greek

  • θυμώνω — θύμωσα, θυμωμένος 1. οργίζομαι: Θύμωσε ο πατέρας του και τον μάλωσε. 2. κακιώνω, ψυχραίνομαι με κάποιον: Είναι θυμωμένος και δε μου μιλάει. – Θύμωσε μ αυτά που του είπα και έφυγε από το σπίτι μας. 3. μτφ., αγριεύω: Θύμωσε η θάλασσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεθυμώνω — ξεθύμωσα, ξεθυμωμένος, αποβάλλω την οργή, το θυμό μου, παύω να είμαι θυμωμένος: Είναι θυμωμένος; Δώσ του ξίδι να ξεθυμώσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τούρκος — ο, θηλ. Τούρκα και Τούρκισσα, Ν 1. αυτός που έχει τουρκική καταγωγή, που ανήκει στο τουρκικό έθνος 2. (κατ επέκτ.) μωαμεθανός («γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν αλλάξεις;») 3. μτφ. α) σκληρός και άσπλαχνος άνθρωπος β) πολύ θυμωμένος,… …   Dictionary of Greek

  • έγκοτος — ἔγκοτος, ον (Α) 1. οργισμένος, θυμωμένος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἔγκοτος οργή, μίσος …   Dictionary of Greek

  • αγριοθυμωμένος — η, ο πολύ εξοργισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγριο + θυμωμένος, μτχ. παθ. πρκ. τού θυμώνω] …   Dictionary of Greek

  • βουρκώνω — και βουλκώνω (Μ βουρκώνω και βουλκώνω) [βούρκος, βούλκος] Ι. 1. (για τα μάτια) γίνομαι θολός από τα δάκρυα 2. θλίβομαι, λυπάμαι II. βουρκώνομαι νεοελλ. 1. θολώνομαι, ταράζομαι 2. εξοργίζομαι, αγανακτώ III. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) βουρκωμένος, η …   Dictionary of Greek

  • επίκοτος — ἐπίκοτος, ον (Α) 1. θυμωμένος, εχθρικός, εκδικητικός («στάσιν ἐπίκοτον», Πίνδ.) 2. μισητός, απεχθής. επίρρ... ἐπικότως με οργή, θυμωμένα, εχθρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κότος «οργή»] …   Dictionary of Greek

  • ευεκχόλωτος — εὐεκχόλωτος, ον (Α) αυτός που γίνεται εύκολα χολερικός, που εξοργίζεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εκ χολώ «είμαι θυμωμένος»] …   Dictionary of Greek

  • θηρίο — και θεριό, το (ΑΜ θηρίον) 1. άγριο ζώο, αγρίμι 2. μτφ. για πρόσ. άσπλαχνος, σκληρόκαρδος, ωμός, σκληρός, απάνθρωπος (α. «αυτός είναι θηρίο ανήμερο» β. «ώ δειλότατον συ θηρίον», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. μτφ. (για μεγαλόσωμο άνθρωπο και για ασθενή που… …   Dictionary of Greek

  • θυμομαχώ — θυμομαχῶ, έω (Α) 1. είμαι οργισμένος, είμαι θυμωμένος 2. πολεμώ με πείσμα 3. (με δοτ.) φιλονικώ, έχω επίμονη άμιλλα με κάποιον, έχω διαμάχη με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + μαχώ (< μάχος < μάχη), πρβλ. ναυ μαχώ, ξιφο μαχώ) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»