-
1 θυμουμενον
-
2 αποπιμπλημι
1) пополнятьἀ. τὰς τετρακοσίας μυριάδας Her. — округлять до 4 миллионов
2) приводить в исполнение, исполнять(χρησμόν Her.)
3) утолять(τὸ διψῶδές τινος Plut.; θυμόν Her., Plut.; τὸ θυμούμενον Thuc.)
4) удовлетворять(τὰς ἐπιθυμίας Plat.)
-
3 θυμοομαι
1) (тж. θ. δι΄ ὀργῆς Soph.) сердиться, раздражаться, гневаться, негодовать(τινι Aesch., Soph., Plat., Plut. и ἔς τινα Her.; τινί τινος Eur.; περί τινος Aesch.; βοῦς πρός τινα θυμωθείς Plut.)
πρὸς οὐδὲν εἰς ἔριν θ. Soph. — без всякой причины начинать ссору;ἵπποι θυμούμενοι Soph. — горячие кони;εἰς κέρας θ. Eur. (ср. irasci in cornua Verg.) — злобно бодаться;τὸ θυμούμενον Thuc. — гневливость, гнев2) свирепствовать(ὀλιγαρχία θυμουμένη Plut.)
См. также в других словарях:
θυμούμενον — θῡμούμενον , θυμόω make angry pres part mp masc acc sg θῡμούμενον , θυμόω make angry pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαγρεύω — ἐπαγρεύω (Μ) [επί + αγρεύω < αγριεύω] αγριεύω κάποιον περισσότερο («τὸν θυμούμενον ὁ λόγος ἐπαγρεύει», Σπανέας) … Dictionary of Greek
θυμώνω — (ΑΜ θυμῶ, όω, Μ και θυμώνω) 1. (μτβ.) προκαλώ την οργή κάποιου, κάνω κάποιον να εξοργιστεί, τον εκνευρίζω, επισύρω την οργή του, τον φουρκίζω 2. (αμτβ.) (ενεργ. και μέσ. παθ.) θυμώνω, θυμώνομαι (νεοελλ. μσν.), θυμῶ, θυμοῡμαι (μσν. αρχ.)… … Dictionary of Greek