-
1 θυμολέων
θῡμολέων, θυμολέωνlion-hearted: masc nom sg -
2 θυμολέων
A lion-hearted, of Achilles, Il.7.228, Hes.Th. 1007; of Ulysses, πόσιν ἀπώλεσα θ. Od.4.724; of Hercules, 11.267, cf. Ar.Ra. 1041 (anap.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυμολέων
-
3 θῦμολέων
θῦμο - λέων, οντος: lion - hearted, Il. 5.639.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > θῦμολέων
-
4 θυμολεόντων
θῡμολεόντων, θυμολέωνlion-hearted: masc gen pl -
5 θυμολέοντα
θῡμολέοντα, θυμολέωνlion-hearted: masc acc sg -
6 θυμολέοντας
θῡμολέοντας, θυμολέωνlion-hearted: masc acc pl -
7 θυμολέοντες
θῡμολέοντες, θυμολέωνlion-hearted: masc nom /voc pl -
8 θυμολέοντος
θῡμολέοντος, θυμολέωνlion-hearted: masc gen sg -
9 θυμολέαινα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυμολέαινα
-
10 ἀνθρωποθῦμος
ἀνθρωπο-θῦμος, ον,A bold as a man, opp. θυμολέων, Plu.2.988d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθρωποθῦμος
См. также в других словарях:
θυμολέων — θυμολέων, ὁ (Α) (για τον Αχιλλέα, τον Οδυσσέα και τον Ηρακλή) αυτός που έχει καρδιά λιονταριού, ο λεοντόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + λέων] … Dictionary of Greek
θυμολέων — θῡμολέων , θυμολέων lion hearted masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμο- — (ΑΜ θυμό ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό χαρακτηρίζει (πρβλ. θυμο βαρής, θυμο λέων) ή χαρακτηρίζεται (πρβλ. θυμό βολώ, θυμό κλωστος) ή αναφέρεται (πρβλ. θυμο ειδής, θυμο κάτοχος) στον θυμό, με τη σημασία είτε τού «ψυχή» (πρβλ … Dictionary of Greek
θυμολέαιανα — θυμολέαινα, ἡ (Α) θηλ. τού θυμολέων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + λέαινα] … Dictionary of Greek
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek
θυμολεόντων — θῡμολεόντων , θυμολέων lion hearted masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμολέοντα — θῡμολέοντα , θυμολέων lion hearted masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμολέοντας — θῡμολέοντας , θυμολέων lion hearted masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμολέοντες — θῡμολέοντες , θυμολέων lion hearted masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμολέοντος — θῡμολέοντος , θυμολέων lion hearted masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)