-
1 θυμικώς
-
2 θυμικῶς
См. также в других словарях:
θυμικῶς — θῡμικῶς , θυμικός high spirited adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμικός — ή, ό (Α θυμικός, ή, όν) [θυμός] το ουδ. ως ουσ. το θυμικό(ν) το θυμοειδές*, κατά την πλατωνική φιλοσοφία νεοελλ. 1. (ψυχολ.) το σύνολο τών αψιθυμιών, τών συγκινήσεων, τών συναισθημάτων, τών παθών και τών διαθέσεων τού ατόμου 2. αυτός που… … Dictionary of Greek