-
1 θυμηγερεων
part. m [ἀγείρω] собирающий (последние) силы, еле живой(ἐκ δ΄ ἔπεσον θ. Hom.)
См. также в других словарях:
θυμηγερέων — θῡμηγερέων , θυμηγερέων gathering breath pres part act masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμηγερώ — θυμηγερῶ, έω (Α) συνέρχομαι, επιστρατεύω τις ψυχικές δυνάμεις μου, εμψυχώνομαι, ξαναβρίσκω το θάρρος μου («ἐκ δ ἔπεσον θυμηγερέων» βγήκα έξω στην ακτή συγκεντρώνοντας τις δυνάμεις μου, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός + αγείρω] … Dictionary of Greek