Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

θυμαρης

См. также в других словарях:

  • θυμαρής — θυμαρής, ές (Α) αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει στην καρδιά, ευάρεστος, τερπνός, αγαπητός, ευφρόσυνος («σκῆπτρον θυμαρὲς ἔδωκεν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός + αρής < αραρίσκω «ταιριάζω»] …   Dictionary of Greek

  • θυμαρής — θῡμᾱρής , θυμαρής suiting the heart masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμάρης — θῡμά̱ρης , θυμαρέω to be well pleased imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμήρε' — θῡμήρεα , θυμαρής suiting the heart neut nom/voc/acc pl (epic ionic) θῡμήρεα , θυμαρής suiting the heart masc/fem acc sg (epic ionic) θῡμήρει , θυμαρής suiting the heart masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic ionic) θῡμήρει , θυμαρής… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμαρέ' — θῡμᾱρέο , θυμαρέω to be well pleased pres imperat mp 2nd sg (epic ionic) θῡμᾱρέαι , θυμαρέω to be well pleased pres ind mp 2nd sg (epic ionic) θῡμᾱρέο , θυμαρέω to be well pleased imperf ind mp 2nd sg (epic ionic) θῡμᾱρέα , θυμαρής… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμηρέστερον — θῡμηρέστερον , θυμαρής suiting the heart adverbial comp (epic ionic) θῡμηρέστερον , θυμαρής suiting the heart masc acc comp sg (epic ionic) θῡμηρέστερον , θυμαρής suiting the heart neut nom/voc/acc comp sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμήρη — θῡμήρη , θυμαρής suiting the heart neut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic) θῡμήρη , θυμαρής suiting the heart masc/fem/neut nom/voc/acc dual (epic doric ionic aeolic) θῡμήρη , θυμαρής suiting the heart masc/fem acc sg (attic epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμήρης — θῡμήρης , θυμαρής suiting the heart masc/fem acc pl (attic epic doric ionic) θῡμήρης , θυμαρής suiting the heart masc/fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) θῡμήρης , θυμαρής suiting the heart masc/fem nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμήρης — θυμήρης, ες (ΑΜ) θυμαρής* 1. τερπνός, ευχάριστος, θελκτικός 2. (στον Όμ. μόνο το ουδ. ως επίρ.) φρ. «θυμήρες κεράσασα» αφού ανακάτεψε το ζεστό νερό με κρύο, ώστε να τό δέχομαι ευχάριστα, Ομ. Οδ.). επίρρ... θυμήρως (Α) ευχάριστα, τερπνά. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • θυμερής — θυμερής, ἡ (Α) επιγρ. (αντί θυμαρής, μόνο στο θηλ. τού υπερθ.) θυμερεστάτη πάρα πολύ τερπνή, πάρα πολύ ευχάριστη. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θυμαρής] …   Dictionary of Greek

  • θυμαρέα — θῡμᾱρέα , θυμαρής suiting the heart neut nom/voc/acc pl (epic ionic) θῡμᾱρέα , θυμαρής suiting the heart masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»