Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

θυμαλγής

См. также в других словарях:

  • θυμαλγής — θυμαλγής, ές (Α) 1. (κυρίως για λόγια) αυτός που θλίβει την ψυχή, που επιφέρει ψυχικό πόνο («λέγων θυμαργέα ἔπεια», Ηρόδ.) 2. αυτός που θλίβεται εσωτερικά («θυμαλγὴς καρδία», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός + αλγής (< άλγος), πρβλ. βαρυ αλγής,… …   Dictionary of Greek

  • θυμαλγής — θῡμαλγής , θυμαλγής heart grieving masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμαλγέ' — θῡμαλγέα , θυμαλγής heart grieving neut nom/voc/acc pl (epic ionic) θῡμαλγέα , θυμαλγής heart grieving masc/fem acc sg (epic ionic) θῡμαλγέϊ , θυμαλγής heart grieving dat sg (epic) θῡμαλγέε , θυμαλγής heart grieving masc/fem/neut nom/voc/acc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμαλγῆ — θῡμαλγῆ , θυμαλγής heart grieving neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) θῡμαλγῆ , θυμαλγής heart grieving masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) θῡμαλγῆ , θυμαλγής heart grieving masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμαλγέστερον — θῡμαλγέστερον , θυμαλγής heart grieving adverbial comp θῡμαλγέστερον , θυμαλγής heart grieving masc acc comp sg θῡμαλγέστερον , θυμαλγής heart grieving neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμαλγέα — θῡμαλγέα , θυμαλγής heart grieving neut nom/voc/acc pl (epic ionic) θῡμαλγέα , θυμαλγής heart grieving masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμαλγές — θῡμαλγές , θυμαλγής heart grieving masc/fem voc sg θῡμαλγές , θυμαλγής heart grieving neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… …   Dictionary of Greek

  • θυμαλγέες — θῡμαλγέες , θυμαλγής heart grieving masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμαλγέι — θῡμαλγέϊ , θυμαλγής heart grieving dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμαλγέος — θῡμαλγέος , θυμαλγής heart grieving masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»