-
1 θυμαλγης
21) причиняющий душевную боль, больно уязвляющий(λώβη, ὕβρις, μῦθος Hom.; ἔπεα Her.; μέρμηραι Anth.)
2) огорченный, страдающий(καρδία Aesch.)
См. также в других словарях:
θυμαλγής — θυμαλγής, ές (Α) 1. (κυρίως για λόγια) αυτός που θλίβει την ψυχή, που επιφέρει ψυχικό πόνο («λέγων θυμαργέα ἔπεια», Ηρόδ.) 2. αυτός που θλίβεται εσωτερικά («θυμαλγὴς καρδία», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός + αλγής (< άλγος), πρβλ. βαρυ αλγής,… … Dictionary of Greek
θυμαλγής — θῡμαλγής , θυμαλγής heart grieving masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμαλγέ' — θῡμαλγέα , θυμαλγής heart grieving neut nom/voc/acc pl (epic ionic) θῡμαλγέα , θυμαλγής heart grieving masc/fem acc sg (epic ionic) θῡμαλγέϊ , θυμαλγής heart grieving dat sg (epic) θῡμαλγέε , θυμαλγής heart grieving masc/fem/neut nom/voc/acc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμαλγῆ — θῡμαλγῆ , θυμαλγής heart grieving neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) θῡμαλγῆ , θυμαλγής heart grieving masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) θῡμαλγῆ , θυμαλγής heart grieving masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμαλγέστερον — θῡμαλγέστερον , θυμαλγής heart grieving adverbial comp θῡμαλγέστερον , θυμαλγής heart grieving masc acc comp sg θῡμαλγέστερον , θυμαλγής heart grieving neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμαλγέα — θῡμαλγέα , θυμαλγής heart grieving neut nom/voc/acc pl (epic ionic) θῡμαλγέα , θυμαλγής heart grieving masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμαλγές — θῡμαλγές , θυμαλγής heart grieving masc/fem voc sg θῡμαλγές , θυμαλγής heart grieving neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
θυμαλγέες — θῡμαλγέες , θυμαλγής heart grieving masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμαλγέι — θῡμαλγέϊ , θυμαλγής heart grieving dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμαλγέος — θῡμαλγέος , θυμαλγής heart grieving masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)