-
1 θυη-πόλος
-
2 θυηπόλος
θυη-πόλος, ὁ, der sich mit Opfern beschäftigt, Opferpriester und Wahrsager; die Vestalinnen -
3 θύος
Grammatical information: n.Dialectal forms: Myc. tu-we-a `aromatic productsCompounds: As 1. member in θυο-σκόος (s. v.), θυο-δόκος `accepting burnt offerings' (E.), θυη-πόλος `making sacrifice, priest(ess)' (A., E.), with - έω, - ία ( θυη- after the plur.?; cf. also Schwyzer 438f.).Derivatives: θυόεις, θυήεις (s. above and Schwyzer 527) `rich in incense etc., fragrant' (Il.; θυῶεν εὑῶδες H.); θυώματα pl. `incense, spices' (Ion.), lengthened from θύος (cf. Chantraine Formation 187) rather than from a denomin. *θυόομαι, - όω, though this supposed by the ptc. τεθυωμένος `with odour' (Ι 172 u. a.), to which also θυωθέν (Hedyl. ap. Ath. 11, 486b); θυΐσκη (LXX, J.; v. l. - ος), also θύσκη, - ος (pap., Suid., EM) f. `censer (container for incense)' (after καδίσκος a. o.; Chantraine Formation 406); θυΐτης ( λίθος) m. name of an Ethiopian stone (Dsc., Gal.; Redard Les noms grecs en - της 55). -Etymology: Primary deriv. from 2. θύω, s. v. - From there Lat. LW [loanword] tūs, tūris n. `(frank)incense'; s. W.-Hofmann s. v. - On θυέστης, θυεία s. v.Page in Frisk: 1,694-695Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θύος
-
4 θυηπολος
I2совершающий жертвоприношение(χείρ Aesch.)
IIὅ жрец(Κάλχας ὅ θ. Eur.; τοῦ Διὸς τοῦ Σωτῆρος Plut.)
См. также в других словарях:
θυηδόχος — θυηδόχος, ον (Α) (για πράγματα) αυτός που δέχεται θυμίαμα («θυηδόχος τράπεζα», ΑΠ). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυη , μορφή με την οποία απαντά η λ. θύος ως α συνθετικό (πρβλ. θυη πόλος, θυη φάγος) + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο δόχος, παραγγελιο δόχος] … Dictionary of Greek
θυηφάγος — θυηφάγος, ον (Α) (ως επίθ. τής φωτιάς τών βωμών) αυτός που κατατρώει, αυτός που καταβροχθίζει τις προσφορές («θυηφάγος φλόξ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυη , μορφή με την οποία απαντά η λ. θύος ως α συνθετικό (πρβλ. θυη δόχος, θυη πόλος) + φάγος… … Dictionary of Greek
θυηπόλος — θυηπόλος, ον θηλ. και η (Α) 1. αυτός που ασχολείται με θυσίες («θυηπόλος χείρ», Αισχύλ.) 2. ως ουσ. μάντης («Κάλχαντι τῷ θυηπόλῳ», Ευρ.) 3. επιγρ. ιερέας 4. (το θηλ. στον πληθ.) αἱ θυηπόλοι (ενν. παρθένοι) οι Εστιάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυη , μορφή… … Dictionary of Greek