-
1 θυηπολίαι
θυηπολίᾱͅ, θυηπολίαsacrificing: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 γενεθλίδιος
γενεθλίδιος, = γενέϑλιος, ϑυηπολίαι Diod. 2 (VI, 243); δῶρα Leon. Al. 20 (VI, 325).
-
3 εὐ-ίερος
εὐ-ίερος, sehr heilig, ϑυηπολίαι Philp. 10 (VI, 281); auch εὐιέραις φωνῇσι, Orph. H. 7, 2.
-
4 γενεθλιδιος
-
5 ευιερος
-
6 εὐίερος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐίερος
-
7 θυσπολίαι
θυσπολίαι· θυηπολίαι, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυσπολίαι
См. также в других словарях:
θυηπολίαι — θυηπολίᾱͅ , θυηπολία sacrificing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)