Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

θυηκόος

См. также в других словарях:

  • θυηκόος — θυηκόος, ὁ (Α) θυοσκόος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θυοσκόος] …   Dictionary of Greek

  • θυηκόοι — θυηκόος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυηκόου — θυηκόος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυηχούς — θυηχοῡς, όος, ὁ (Α) επιγρ. θυηκόος*, θυοσκόος* …   Dictionary of Greek

  • θύος — θύος, τὸ (Α) 1. θυσία, ιερή προσφορά 2. θυμίαμα 3. είδος πλακούντα που προσφερόταν σε θρησκευτικές τελετές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύω. Η ονομαστική πληθ. θύεα μαρτυρείται στον μηκυναϊκό τ. tuwea «αρωματικά προϊόντα», ενώ αργότερα η σημασία εξελίχθηκε σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»