-
1 θυγατριον
-
2 θυγάτριον
-
3 θυγάτριον
θυγάτριονlittle daughter: neut nom /voc /acc sg -
4 θυγάτριον
θυγάτριον, τό, Töchterlein -
5 θυγάτριον
θυγάτριον, ου, τό (s. prec.; Strattis Com. [c. 400 B.C.], Fgm. 63 Kock; Menand., Fgm. 361 Kö.; Machon vs. 348 [in Athen. 13, 581c]; Plut., Mor, 179e; Epict. 1, 11, 4; Dio Chrys. 10 [11], 54; SIG 364, 55; PPetr III, 53 r, 2; PLond I, 24, 6 p. 32 [163 B.C.]; Jos., Ant. 19, 200.—WSchmid, D. Attizismus IV 1897, 305) dim. of θυγάτηρ little daughter (though the word can denote one who is marriageable: Lucian, Tox. 22), Mk 5:23 here perh., in view of the dialogue, as term of endearment; 7:25.—DELG s.v. θυγάτηρ. M-M. -
6 θυγάτριον
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > θυγάτριον
-
7 θυγάτριον
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > θυγάτριον
-
8 θυγάτριον
дочкаθυγάτριόνΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > θυγάτριον
-
9 θυγάτριόν
дочкаθυγάτριονΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > θυγάτριόν
-
10 θυγάτριον
дочка, доченька, дочурка.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > θυγάτριον
-
11 θυγάτριον
A little daughter or girl, Stratt.63, Men.428, PPetr.3p.155 (iii B.C.), Macho ap.Ath.13.581c, Com.Adesp.14.19 D., SIG364.55 (Ephesus, iii B.C.), Plu.Ant. 33, Jul.Or.7.226b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυγάτριον
-
12 θυγατρίοις
θυγάτριονlittle daughter: neut dat pl -
13 θυγατρίου
θυγάτριονlittle daughter: neut gen sg -
14 θυγατρίων
θυγάτριονlittle daughter: neut gen pl -
15 θυγάτρια
θυγάτριονlittle daughter: neut nom /voc /acc pl -
16 τυγατριον
-
17 σινᾱπίζω
σινᾱπίζω, 1) Einem ein Zugpflaster von Senf auflegen, τινά. – 2) Einem eine saure Miene machen, τινί, zw. So ist vielleicht zu nehmen Xenarch. com. bei Ath. IX, 367 b, τὸ ϑυγάτριόν μου σεσινάπικε διὰ τῆς ξένης.
-
18 τυγάτριον
-
19 θυγατρίω
-
20 θυγατρίῳ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θυγάτριον — θυγάτριον, τὸ (ΑΜ) μικρή θυγατέρα, κορούλα μσν. νέα κοπέλα, κοριτσάκι, κοπελίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θυγατρ τού θυγάτηρ (πρβλ. γεν. θυγατρ ός, δοτ. θυγατρ ί) + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. κοράσ ιον, παιδ ίον)] … Dictionary of Greek
θυγάτριον — little daughter neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυγατρίοις — θυγάτριον little daughter neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυγατρίου — θυγάτριον little daughter neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυγατρίων — θυγάτριον little daughter neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυγατρίῳ — θυγάτριον little daughter neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυγάτρια — θυγάτριον little daughter neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Monogenēs — To be distinguished from Monogenic (genetics), Monogenic system. Monogenēs (μονογενὴς) is a Greek word which may be used both as an adjective monogenēs pais only child, or only legitimate child, special child, and also on its own as a noun; o… … Wikipedia
θυγατέρα — και δυχατέρα, ἡ (ΑΜ θυγάτηρ, ατρός, Μ και θυγατέρα) 1. το θηλυκό τέκνο, η κόρη 2. νέο κορίτσι, κοπέλα («νέοι και θυγατέρες», Τζάν.) 3. μτφ. οτιδήποτε έχει γεννηθεί ή προέρχεται από κάπου, το επακόλουθο 4. μτφ. πνευματικό παιδί νεοελλ. μτφ. για… … Dictionary of Greek
τυγάτριον — τὸ, Α θυγάτριον* … Dictionary of Greek