Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

θυγάτριον

См. также в других словарях:

  • θυγάτριον — θυγάτριον, τὸ (ΑΜ) μικρή θυγατέρα, κορούλα μσν. νέα κοπέλα, κοριτσάκι, κοπελίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θυγατρ τού θυγάτηρ (πρβλ. γεν. θυγατρ ός, δοτ. θυγατρ ί) + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. κοράσ ιον, παιδ ίον)] …   Dictionary of Greek

  • θυγάτριον — little daughter neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυγατρίοις — θυγάτριον little daughter neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυγατρίου — θυγάτριον little daughter neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυγατρίων — θυγάτριον little daughter neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυγατρίῳ — θυγάτριον little daughter neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυγάτρια — θυγάτριον little daughter neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Monogenēs — To be distinguished from Monogenic (genetics), Monogenic system. Monogenēs (μονογενὴς) is a Greek word which may be used both as an adjective monogenēs pais only child, or only legitimate child, special child, and also on its own as a noun; o… …   Wikipedia

  • θυγατέρα — και δυχατέρα, ἡ (ΑΜ θυγάτηρ, ατρός, Μ και θυγατέρα) 1. το θηλυκό τέκνο, η κόρη 2. νέο κορίτσι, κοπέλα («νέοι και θυγατέρες», Τζάν.) 3. μτφ. οτιδήποτε έχει γεννηθεί ή προέρχεται από κάπου, το επακόλουθο 4. μτφ. πνευματικό παιδί νεοελλ. μτφ. για… …   Dictionary of Greek

  • τυγάτριον — τὸ, Α θυγάτριον* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»