Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

θυγατρό-γαμος

См. также в других словарях:

  • μητρογάμος — μητρογάμος, ὁ (ΑΜ) αυτός που παίρνει ως σύζυγο τη μητέρα του, αυτός που διαπράττει μητρογαμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + γάμος, πρβλ. θυγατρο γάμος] …   Dictionary of Greek

  • θυγατρόγαμος — θυγατρόγαμος, ον (Μ) αυτός που έχει παντρευτεί τη θυγατέρα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θυγατρ ός) + γαμος (γάμος), πρβλ. εύ γαμος, ηδύ γαμος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»