-
1 θυγατέρας
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > θυγατέρας
-
2 αυτουργεω
1) самому трудиться(αὐ. διδάσκειν τὰς θυγατέρας Luc.)
2) самому делать(τὰ ἐπὴ τῆς γῆς Arst.)
ἐς τέλος αὐ. τι Luc. — лично выполнять что-л.;αὐ. ἑαυτῷ τὰ πρὸς τέν δίαιταν Plut. — самому приготовить себе поесть -
3 θυγατηρ
θῠγατρός (ᾰ) ἥ (эп. gen. θῡγᾰτέρος; dat. pl. θυγατράσι; во всех четырехсложных формах - θῡ-) дочь Hom. etc.αἰ Μοισᾶν θύγατρες Pind. = ἀοιδαί;
иногда — о животных (ἀναβαίνουσι καὴ ἐπὴ θυγατέρας οἱ ἵπποι Arst.) -
4 καταλειπω
эп. καλλείπω (эп. fut. тж. καλλείψω, aor. 2 κατέλιπον, pf. καταλέλοιπα; pass.: fut. καταλειφθήσομαι, aor. κατελείφθην, pf. καταλέλειμμαι) тж. med.1) оставлять(τινὰ παρ΄ ὄχεσφιν Hom.; ἄφοδόν τινι Xen.; στενέν διέξοδον καταλιπέσθαι Plat.; ἑαυτῷ τι Arst.)
ὅ στρατὸς καταλελειμμένος τοῦ ἄλλου στρατοῦ Her. — оставленная (для несения охраны) часть войска;κατελείφθη μόνος NT. — он остался один;διαλαβεῖν εἰς δύο, ὥστε μηδὲν καταλιπεῖν μέσον Arst. — разделить пополам без остатка2) оставлять на поле сражения, т.е. терять убитыми(πολλους Τρώων Hom.)
3) покидать, бросать(Ἀχαιούς, πόλιν Hom.; οἰκίας τε καὴ ἱερά Thuc.)
κ. σχεδίην ἀνέμοισι φέρεσθαι Hom. — бросить плот на произвол ветров;ἀλλ΄ ἀντιάζω, μή με καταλίπῃς μόνον Soph. — но прошу тебя, не покидай меня одного4) оставлять после себя или в наследство(τινὴ ὀδύνας τε γόους τε Hom.; αἰδῶ παισίν, οὐ χρυσόν Plat.; δύο θυγατέρας Arst.)
τὰ ἐν μύθου σχήματι καταλελειμμένα τοῖς ὕστερον Arst. — перешедшее в форме мифа к позднейшим поколениям5) оставлять, сохранять, сберегать(ὀκτὼ μόνους, sc. ἄνδρας Xen.; τριτάτην μοῖραν Arst.; ἑπτακισχιλίους ἄνδρας ἑαυτῷ NT.)
τὰ μὲν ἄλλα περιῄρει, κατέλειπε δὲ τὸ εὐδαίμονας ποιεῖν Xen. — (Сократ) отбрасывал все другое и интересовался лишь тем, как сделать счастливыми (людей);καταλείπεσθαι ἑαυτῷ Xen. — сохранить для самого себя6) предоставлять -
5 λειπω
(aor. 2 ἔλιπον, поздн. aor. 1 ἔλειψα, pf. λέλοιπα, эп. inf. aor. λιπέειν; pass.: fut. λειφθήσομαι, aor. ἐλείφθην, pf. λέλειμμαι fut. 3 λελείψομαι) тж. med.1) оставлять, покидать(Ἑλλάδα, Τρῶας καὴ Ἀχαιούς, δώματα Hom.; med. τινος и ἀπό τινος Her.)
λ. βίον ὑπό τινος Plat. — погибнуть от чьей-л. руки;ψυχέ λέλοιπεν Hom. — жизнь оставила (его);σοῦ λελειμμένη Soph. — покинутая тобой (Исмена);λ. τάξιν Plat., Arst.; — оставлять строй, дезертировать2) оставлять после себя (умирая)(σκῆπτρόν τινι Hom.; θυγατέρας Plat.; εὔκλειαν ἐν δόμοισι Aesch.; med.: μνημόσυνα Her.; διαδόχους ἑαυτῷ Plut.)
3) истощаться, кончаться4) недоставать, не хватать(τὰ λείποντα ἐπιδιορθῶσαι NT.; τι λείπει αὐτοῖς; Polyb.)
τριάκοντα ἔτη λείποντα δυοῖν Polyb. — тридцать лет без двух;μικρῷ λείπουσι ἑπτακοσίοις σκάφεσι Polyb. — почти с семьюстами лодок5) пренебрегать, отказываться, уклоняться(τέν μαρτυρίαν Dem.; med. τῆς ναυμαχιης Her.)
λ. φόραν Xen. — не платить подати;λ. ὅρκον Dem. — отказываться принести присягу6) исчезать, выпадать7) med.-pass. оставатьсяτὸ λειπόμενον и τὸ λειφθέν Arst. = τὸ λοιπόν I;
τριτάτη ἔτι μοῖρα λέλειπται Hom. — оставалась еще третья часть (ночи);λείπεται Plat. — остается (сказать, добавить, предположить и т.п.)8) med.-pass. оставаться в живых, уцелевать(πολλοὴ μὲν δάμεν, πολλοὴ δὲ λίποντο Hom.)
στρατὸν λελειμμένον δορός Aesch. — уцелевшее от (вражеского) оружия войско9) med.-pass. оставаться позади, отставатьμέ λ. τινος Thuc. — не отставать от кого-л.;ἐς δίσκουρα λελεῖφθαι Hom. — отстать на расстояние дискового броска;τοῦ καιροῦ λειπόμενοι Xen. — не поспевающие, отстающие10) med.-pass. отставать (в чём-л), уступать, оказываться слабееλ. τινός τι, τινος ἔς τι и ἔν τινι Her., τινος περί τι Polyb., τινός τινος Eur. и τινός τινι Aesch., Plut.; — уступать кому-л. в чем-л.;
λ. πλήθει τινός Xen. — уступать кому-л. в численности;λ. μάχῃ Aesch. — быть побежденным в бою;ταῦτα οὐδὲν ἐμοῦ λείπει γιγνώσκων Xen. — ты знаешь это нисколько не хуже, чем я11) med.-pass. не знать, не понимать(τῶν βουλευμάτων τινός Eur.)
λελειμμαι τῶν ἐν Ἕλλησιν νόμων Eur. — я не сведущ в эллинских законах12) med.-pass. не иметь, быть лишенным(τέκνων Eur.; κτεάνων καὴ φίλων Pind.)
γνώμας λειπόμενος σοφᾶς Soph. — лишенный здравого смысла -
6 πορω
(aor. 2 ἔπορον - эп. тж. πόρον, imper. πόρε, inf. πορεῖν, part. πορών; pass.: 3 л. sing. pf. πέπρωται, 3 л. sing. ppf. πέπρωτο)1) давать, (пре)доставлять, предлагать, дарить(τί τινι Hom., Hes.)
εὖχος τινι {. Hom. — выполнить чьё-л. желание;ὅρκον {. Aesch. — дать клятву;λύσιν τινὴ {. Soph. — дать кому-л. избавление;πόρεν οἱ υἱόν Hom. — (Полимела) родила ему (Гермесу) сына;οἱ πέπρωτο Hes. — ему было суждено;τῇδε ἐν ἡμέρᾳ θανεῖν πέπρωται Eur. — (ей) суждено сегодня умереть;τὸ πεπρωμένον Pind., Aesch., Eur. и ἥ πεπρωμένη (μοῖρα) Her., Aesch., Eur., Dem. — судьба, участь2) давать в жены или в мужья(θυγατέρας υἱάσι, τινὴ παράκοιτιν Hom.)
3) причинять(πένθος, κακά Hom.)
См. также в других словарях:
θυγατέρας — θυγάτηρ daughter fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άλμος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Σίσυφου και αδελφός του Γλαύκου, του Ορνυτίωνα και του Θέρσανδρου. Βασίλεψε στην Ανδρηίδα, μέρος της Βοιωτίας που του παραχώρησε o βασιλιάς του Ορχομενού Ετεοκλής. Διάδοχός του ήταν ο Φλεγύας, γιος της θυγατέρας του… … Dictionary of Greek
Nefilim — Die Nephilim (hebräisch נְפִילִים von naphal „fallen“) waren in der altisraelischen Mythologie riesenhafte Mischwesen, gezeugt von göttlichen Wesen und Menschenfrauen. Die Nephilim waren größer und stärker als Menschen und laut den Berichten der… … Deutsch Wikipedia
Nephilim — Die Nephilim (hebräisch נְפִילִים von naphil „Riesen“ [1]) waren in der altisraelischen Mythologie riesenhafte Mischwesen, gezeugt von göttlichen Wesen und Menschenfrauen. Die Nephilim waren größer und stärker als Menschen und laut den Berichten… … Deutsch Wikipedia
OGYGES — Thebanorum, secundum alios, Ogygiae et Actes, quae postea Boeotia et Attica dicta, Rex, qui Thebas Boeotias condidit circiter mille et quingentis annis ante romam conditam. Idem et Eleusinem exstruxisse fertur. Sub hoc Rege fuit diluvium magnum,… … Hofmann J. Lexicon universale
PANATHENAEA — Erichthonius Vulcani filius Minervae festum instituit, et Α᾿θήναια vasi dicas Minervalia, vocavit. Harpocration, Η῎γαγε δὲ τὴν ἑορτὴν ὁ Ε᾿ριχθόνιος ὁ Η῾φαίςτου, καθά φασιν Ε῾λλάνικός τε καὶ Α᾿νδροτιὼν, ἑκάτερος εν πρώτῃ Α᾿τθίδος πρὸ τούτου δὲ… … Hofmann J. Lexicon universale
PEPLUM — et indutui fuit et amictui, ut Varro loquitur et Apuleius. Iul. Pollux l. 7. c. 3. Ἔςθημα δ᾿ ἐςτὶ διπλοῦν τὴν χρείαν, ὡς ενδύναι τε καὶ ἐπιβάλλεςθαι: cuius locô vocem ἀ μφιβάλλεςθαι usurpat Lycophron in Alex. Inde veteres Graeci etiam caelum… … Hofmann J. Lexicon universale
UMBELLA — dicta ab umbra, quam facit, Graecis σκιάδιον, caput velut caelum quoddam, tegit; feminis hodieque nobilioribus in usu, inprimis in Italia. Eius meminit Martialis, l. 14. Epigr. 28. cuilemma, Umbella: Accipe quae nimios vincant umbracula Soles,… … Hofmann J. Lexicon universale
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek
γαμπρός — ο (AM γαμβρός) 1. σύζυγος τής θυγατέρας κάποιου 2. σύζυγος τής αδελφής 3. ο νιόπαντρος ή εκείνος που ετοιμάζεται να παντρευτεί, ο μνηστήρας νεοελλ. 1. καθένας που βρίσκεται σε ηλικία γάμου ή θέλει να παντρευτεί 2. φρ. α) «σαν θέλει η νύφη κι ο… … Dictionary of Greek
εις — (I) και εισέ και σε και σ( ) προ φωνήεντος ή τών πλαγίων πτώσεων τού άρθρου (AM εἰς και ές) πρόθ. που δηλώνει: 1. μέσα («..χύνονται στη θάλασσα», «οἵ τ εἰς ἅλαδε προρρέουσιν») 2. κίνηση προς, σε τόπο («πήγες εις το Μεσολόγγι», «εἰσέβαλε... ἐς… … Dictionary of Greek