Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

θυάκτας

См. также в других словарях:

  • θυάκτας — θυάκτας, ὁ (Α) επιγρ. ο ιερέας που τελεί τη θυσία, ο θύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με την οικογένεια του θύω (I). Πιθ. < αμάρτυρο *θυάζω] …   Dictionary of Greek

  • θυάματα — θυάματα, τὰ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὸ θύμον και θυμιάματα». [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με την οικογένεια τού θύω (I). Πιθ. < αμάρτυρο *θυάζω όπως και το θυάκτας*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»