-
1 Θρησσα
-
2 Θρασσα
См. также в других словарях:
θρήσσα — Θρῇσσα, ἡ (Α) βλ. Θρᾷσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. τού Θρᾷσσα*] … Dictionary of Greek
Θραξ — ο (ΑΜ Θρᾷξ, ακός και Θρῆϊξ, ήϊκος και Θρῇξ, ῃκός, θηλ. Θρᾷσσα και Θρᾷττα και Θρήϊσσα και Θρῇσσα και Θρέϊσσα) ο κάτοικος τής Θράκης ή αυτός που κατάγεται από τη Θράκη, ο Θρακιώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek