-
1 θρήσκος
-
2 θρῆσκος
-
3 θρησκός
θρησκός, όν (s. prec. two entries; Hesych.; Etym. Mag. p. 455, 9; θρῆσκος, L-S-J-M [lex.]; Soph., Lex.) religious Js 1:26.—B. 1463. DELG s.v. θρησκεύω. TW. Spicq. Sv. -
4 θρῆσκος
θρῆσκος, ον, gottesfürchtig, N. T.
-
5 θρησκος
-
6 θρῆσκος
θρῆσκος, ον, gottesfürchtig -
7 θρῆσκος
{прил., 1}благочестивый, набожный, религиозный (Иак. 1:26).Синонимы: 1174 ( δεισιδαιμονέστερος), 2126 ( εὐλαβής), 2152 ( εὐσεβής), 2318 ( θεοσεβής).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > θρῆσκος
-
8 θρήσκος
{прил., 1}благочестивый, набожный, религиозный (Иак. 1:26).Синонимы: 1174 ( δεισιδαιμονέστερος), 2126 ( εὐλαβής), 2152 ( εὐσεβής), 2318 ( θεοσεβής).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > θρήσκος
-
9 θρήσκος
α, ο [ος, ον ] набожный, религиозный, верующий; богобоязненный -
10 θρῆσκος
благочестивый, набожный, религиозный; син. δεισιδαιμονέστερος, εὐλαβής, εὐσεβής, θεοσεβής.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > θρῆσκος
-
11 θρησκὸς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > θρησκὸς
-
12 θρήσκος
[трискос] επ верующий. -
13 θρῆσκος
θρῆσκ-ος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρῆσκος
-
14 θρήσκος
dindar, dini bütün -
15 θρήσκος
religiousΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > θρήσκος
-
16 φιλό-θρησκος
φιλό-θρησκος, religiöse Gebräuche liebend, bigott, Ptolem. nach Scalig. zu Manil. p. 13.
-
17 ὁμό-θρησκος
ὁμό-θρησκος, mit gleichem Gottesdienst, Sp.
-
18 θρησκεύω
Grammatical information: v.Meaning: `perform religious observances' (Hdt.), `worship' (LXX).Derivatives: θρησκεία, Ion. - ηΐη `holy service, religious service, religious observance' (Ion.), also θρήσκευμα, - ευσις `id.' (hell.); θρησκευτής `worshipper' (late); postverbal θρῆσκος `fear of the gods' (Ep. Jac. 1, 26) with θρησκώδης `id.' (Vett. Val.); θρήσκια n. pl. `religious observances' ( POxy. 1380, 245, IIp, OGI 210, 9, Nubia IIIp). - On the history of θρησκεύω, - εία s. J. van Herten Θρησκεία, εὑλάβεια, ἱκέτης. Diss. Utrecht. Amsterdam 1934.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: As θρῆσκος is clearly postverbal, we must find another starting point for θρησκεύω. A σκ-present (of which θρησκεύω can be an enlargement) is found in θρήσκω νοῶ; θράσκειν ἀναμιμνήσκειν H.; if the tradition is reliable, the glosses show the Ionic origin of θρησκεύω. Beside the present θρήσκω (cf. θνήσκω ( θνῄσκω), θρώσκω), ἐν-θρεῖν φυλάσσειν H. could be a zero grade thematic aorist; further also ἀ-θερές ἀνόητον, ἀνόσιον H., from *θέρος or *θερεῖν. The original meaning may have been `observe, preserve'. Further connection with θρόνος, θρᾶνος is however improbable. - Diff. Grégoire Hommages à Bidez et Cumont 375ff.: θρῆσκος from *θρᾱισκος, prop. `Thracian', which seems quite doubtful. - The word may well be Pre-Greek.Page in Frisk: 1,682Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θρησκεύω
-
19 верующий
-
20 верующий
верующий1. прил πιστός, θρήσκος·2. ж ὁ πιστός, ὁ θρήσκος.
См. также в других словарях:
θρῆσκος — religious masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρήσκος — α, ο (ΑΜ θρῆσκος, ον, θηλ. και α) ο οπαδός θρησκείας ο οποίος πιστεύει στα δόγματα ή στις θρησκευτικές αρχές και μετέχει ταχτικά στη θρησκευτική ζωή αρχ. ο δεισιδαίμονας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρησκεύω, υποχωρητ.] … Dictionary of Greek
θρήσκος — α, ο αυτός που εκτελεί με ευλάβεια τα θρησκευτικά του καθήκοντα: Είναι πολύ θρήσκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ετερόθρησκος — η, ο (Μ ἑτερόθρησκος) ο αλλόθρησκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + θρήσκος, πρβλ. ά θρησκος, αλλό θρησκος] … Dictionary of Greek
θρησκεύω — (ΑΜ θρησκεύω) 1. νεοελλ. (μέσ. θρησκεύομαι) εκτελώ τα θρησκευτικά μου καθήκοντα, πιστεύω στα δόγματα τής θρησκείας και μετέχω στα μυστήρια ή στις τελετές μσν. αρχ. 1. θεωρώ ως ιερό, λατρεύω 2. πιστεύω, αποδέχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφόσον το επίθ. θρήσκος … Dictionary of Greek
θρησκώδης — θρησκώδης, ες (Α) [θρήσκος] ο θρήσκος … Dictionary of Greek
μιαρόθρησκος — μιαρόθρησκος, ον (Α) οπαδός μιαρής θρησκείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιαρός + θρῆσκος (πρβλ. φιλό θρησκος)] … Dictionary of Greek
ομόθρησκος — η, ο (ΑΜ ὁμόθρησκος, ον) αυτός που έχει την ίδια θρησκεία με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + θρῆσκος (πρβλ. ετερό θρησκος)] … Dictionary of Greek
θρήσκω — θρή̱σκω , θρῆσκος religious masc/fem/neut nom/voc/acc dual θρή̱σκω , θρῆσκος religious masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άθρησκος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει θρησκεία ή θρησκευτική πίστη, ο άθεος 2. αυτός που παραμελεί τα θρησκευτικά του καθήκοντα, ο μη θρησκευόμενος, ο μη ευσεβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + θρήσκος. ΠΑΡ. αθρησκία] … Dictionary of Greek
αλλόθρησκος — η, ο αυτός που ανήκει σε άλλη θρησκεία ή θρησκευτικό δόγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλο * + θρήσκος] … Dictionary of Greek