-
1 θρασυ-πτόλεμος
θρασυ-πτόλεμος, kriegskühn, Ep. ad. 728 ( App. 201).
-
2 θρασυπτόλεμος
θρᾰσυ-πτόλεμος, ον,A bold in war, IG9(1).871 (Corc.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρασυπτόλεμος
-
3 θρασυπτόλεμος
См. также в других словарях:
θρασυπτόλεμος — θρασυπτόλεμος, ον (Α) τολμηρός στον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ + πτόλεμος (< πτόλεμος), πρβλ. φιλο πτόλεμος, φυγο πτόλεμος] … Dictionary of Greek