1 θρεττε
οὐκ ἔνι μοι τὸ θ. Arph. — у меня не хватает духу
Древнегреческо-русский словарь > θρεττε
θρέττε — θρέττε, τὸ (Α) το θάρρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βαρβαρισμός για το θάρρος] … Dictionary of Greek
θρέττε — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)