-
1 θρέμμα
θρέμμα, τό, das Ernährte, Aufgezogene, der Zögling, Pflegling; von Menschen, Soph. Phil. 243 O. R. 1143; νεογενῆ ϑρ. παίδων Plat. Legg. VII, 790 d; δύςκολον ϑρ. ἄνϑρωπος, schwer aufzuziehen, VI, 777 b; von Thieren, ὀρνίϑων ϑρέμματα VII, 789 b; von Hausthieren, Xen. Oec. 20, 23 Ages. 9, 6; vgl. Ath. IX, 375 b; τὰ ἐν ταῖς ἀγέλαις ϑρέμματα Plat. Polit. 261 a; von gefährlichen Th., wie der nemeische Löwe, ἄπλατον ϑρ. Soph. Trach. 1083 (vgl. Plat. Charm. 155 d), der Cerberus, δεινῆς Ἐχίδνης ϑρ. 1089, vom Gifte der Hydra, 571; vom Fische, Archestr. bei Ath. VII, 328 c; vgl. Antiphan. ib. IV, 169 e; von einem Mückenschwarm, Mel. 93 (V, 151). – Als Schmähwort: ϑρέμματ' οὐκ ἀνασχετά Aesch. Spt. 164; ὦ ϑρέμμ' ἀναιδές Soph. El. 612.
-
2 θρεμμα
- ατος τό1) питомец, дитя, отпрыскτοῦ γέροντος θ. Λυκομήδους Soph. — отпрыск старого Ликомеда, т.е. Νεοπτόλεμος;
Χαρίτων θ. Arph. — питомица Харит2) создание, творение, существо(εἰ ἄνθρωπός ἐστιν ἤ τι ἄλλο θ. Plat.)
δύσκολον τὸ θ. ὅ ἄνθρωπος Plat. — мятежное существо человек;ὦ θ. ἀναιδές! Soph. — ах ты, бесстыдное создание!3) тварь, зверь, животноеτὰ ἐν ταῖς ἀγέλαις θρέμματα Plat. — стада животных;
τὰ ἥμερα καὴ ἄγρια θρέμματα Plat. — ручные и дикие животные;ὑηνὰ θρέμματα Plat. — свиньи;ἄπλατον θ. κἀπροσήγορον Soph. — страшный и неукротимый зверь (= Немейский лев)4) исчадье, отродье(δεινῆς Ἐχίδνης Soph.; τὰ μυσαρὰ ταῦτα θρέμματα Plut.)
5) описательно с gen. επεψεηετιγυσθ. Λερναίας ὕδρας Soph. = Λερναία ὕδρα;
θρέμματα παίδων Plat. = παῖδες;ὀρνίθων θρέμματα Plat. = ὄρνιθες;θρέμματα παλλακῶν Plut. = παλλακαί -
3 θρέμμα
θρέμμαnursling: neut nom /voc /acc sg -
4 θρέμμα
1 nursling θρέμματα Μουσῶν (sc. ποιηταί) ?fr. 352. -
5 θρέμμα
θρέμμα, τό, das Ernährte, Aufgezogene, der Zögling, Pflegling; δύςκολον ϑρ. ἄνϑρωπος, schwer aufzuziehen -
6 θρέμμα
θρέμμα, ατος, τό (s. τρέφω; Trag. et al.) (domesticated) animal esp. a sheep or goat (X., Oec. 20, 23 al.; SIG 636, 26; 826g, 20; OGI 200, 11; 629, 175; POxy 246, 16; BGU 759, 11; PAmh 134, 5; TestSol 9:9 C [ms. V]; TestAbr B; TestJob 16:6; TestGad 1:6; Philo; Jos., Ant. 7, 148; Ar. 10, 7; Just., D. 134, 5) J 4:12 (Timaeus Hist. [IV/III B.C.]: 566 Fgm. 56a Jac. αὐτοὶ καὶ τὰ θρέμματα αὐτῶν).—DELG s.v. τρέφω A. M-M. -
7 θρέμμα
τό1) питомец, детище;είμαι Αθηναίος γέννημα (καί) θρέμμα — я родился и вырос в Афинах, я — дитя Афин;
2) πλ. скот -
8 θρέμμα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > θρέμμα
-
9 θρέμμα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > θρέμμα
-
10 θρέμμα
скот, домашнее животное.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > θρέμμα
-
11 θρέμμα
A nursling, creature, θ. Νηρεΐδων, of dolphins, Arion 1.9; mostly of tame animals, esp. sheep and goats, X. Ages.9.6, Oec.20.23, Plb.2.26.5, Ev.Jo.4.12, etc.; τὰ ἐν ταῖς ἀγέλαις θ. Pl.Plt. 261d; τὰ ἀγελαῖα θ. ib. 264a; ὑηνὰ θ. Id.Lg. 819d; of game-cocks and quails, ὀρνίθων θ. ib. 789b: generally, animals, τοῖς ἡμέροις καὶ ἀγρίοις.. θ. Id.Criti. 118b, al.2 of men, S.OT 1143, Ph. 243; Χαρίτων θ. Ar.Ec. 973;δύσκολον τὸ θ. ἄνθρωπος Pl.Lg. 777b
, cf. Tht. 174b; esp. of domestic slaves,= Lat. verna, τὸ Χρυσίππου θ. GDI12321.14 (Delph.), cf. CIG 3113 ([place name] Teos).3 generally, creature, ἄπλατον θ. κἀπροσήγορον, of a lion, S.Tr. 1093 (cf. Pl.Chrm. 155e); of Cerberus, S.Tr. 1099; κακὰ θ., of a swarm of gnats, AP5.150 (Mel.); θ. Σελινοῦντος, of a fish, Archestr.Fr.12; Καρύστου θ., comic for a cup made at Carystus, Antiph.182.3; as a term of reproach,θρέμματ' οὐκ ἀνασχετά A.Th. 182
;ὦ θρέμμ' ἀναιδές S.El. 622
, cf. Ar.Lys. 369; in periphr., ὕδρας θ., for ὕδρα, S.Tr. 574;νεογενῆ παίδων θρέμματα Pl. Lg. 790d
; θρέμματα παλλακῶν kept mistresses, Plu.Sol.7. (Written (ii A.D.)). -
12 θρέμμα
doğma büyüme (...)lı olmak -
13 ἀνά-θρεμμα
ἀνά-θρεμμα, τό, das Aufgezogene, der Zögling, λεαίνης Theocr. 23, 19.
-
14 θρέμμ'
θρέμμα, θρέμμαnursling: neut nom /voc /acc sg -
15 θρεμμάτεσσι
θρέμμαnursling: neut dat pl (epic aeolic) -
16 θρεμμάτων
θρέμμαnursling: neut gen pl -
17 θρέμμασι
θρέμμαnursling: neut dat pl -
18 θρέμμασιν
θρέμμαnursling: neut dat pl -
19 θρέμματα
θρέμμαnursling: neut nom /voc /acc pl -
20 θρέμματι
θρέμμαnursling: neut dat sg
См. также в других словарях:
θρέμμα — nursling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρέμμα — το (ΑΜ θρέμμα) [τρέφω] 1. ό,τι έθρεψε ή ό,τι τρέφει κάποιος, το ανάθρεμμα, το βρέφος ή το παιδί 2. (και στον πληθ.) τα θρέμματα τα ζώα που τρέφονται από τον άνθρωπο, τα βοσκήματα νεοελλ. μσν. φρ. «γέννημα και θρέμμα» αυτόχθονος κάτοικος μσν.… … Dictionary of Greek
θρέμμα — το, ατος 1. ό,τι τρέφει ή έθρεψε κάποιος. 2. φρ., «Eίμαι γέννημα θρέμμα Αθηναίος», γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα. 3. στον πληθ., θρέμματα ζώα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θρέμμ' — θρέμμα , θρέμμα nursling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρεμμάτεσσι — θρέμμα nursling neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρεμμάτων — θρέμμα nursling neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρέμμασι — θρέμμα nursling neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρέμμασιν — θρέμμα nursling neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρέμματα — θρέμμα nursling neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρέμματι — θρέμμα nursling neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρέμματος — θρέμμα nursling neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)