-
1 θρυπτικού
-
2 θρυπτικοῦ
См. также в других словарях:
θρυπτικοῦ — θρυπτικός able to break masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 θρυπτικού
2 θρυπτικοῦ
θρυπτικοῦ — θρυπτικός able to break masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)