-
1 θριποφαγος
-
2 θριποφάγος
θριποφάγοςeating wood-worms: masc /fem nom sg -
3 θριποφάγος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θριποφάγος
-
4 θρῑποφάγος
См. также в других словарях:
θριποφάγος — θριποφάγος, ον (Α) σκουληκοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίψ, ιπός + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. αόρ. έ φαγ ον τού εσθίω*), πρβλ. ακανθο φάγος, τρυγη φάγος] … Dictionary of Greek
θριποφάγος — eating wood worms masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)