-
1 θριδακΐνη
-
2 θριδακΐνη
-
3 θριδακίνη
θριδάκινοςfem nom /voc sg (attic epic ionic)θριδακίνηlettuce: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————θριδάκινοςfem dat sg (attic epic ionic)θριδακίνηlettuce: fem dat sg (attic epic ionic) -
4 θριδακίνῃ
Βλ. λ. θριδακίνη -
5 θριδακίνη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θριδακίνη
-
6 θριδακίνα
θριδακίνᾱ, θριδάκινοςfem nom /voc /acc dualθριδακίνᾱ, θριδάκινοςfem nom /voc sg (doric aeolic)θριδακίνᾱ, θριδακίνηlettuce: fem nom /voc /acc dualθριδακίνᾱ, θριδακίνηlettuce: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
7 θριδακίνας
θριδακίνᾱς, θριδάκινοςfem acc plθριδακίνᾱς, θριδάκινοςfem gen sg (doric aeolic)θριδακίνᾱς, θριδακίνηlettuce: fem acc plθριδακίνᾱς, θριδακίνηlettuce: fem gen sg (doric aeolic) -
8 τετρακίνη
-
9 μαρούλιον
-
10 θριδακίσκη
θριδακίσκη, ἡ, = ϑριδακίνη 2, Alcm. Ath. III, 114 f.
-
11 θρίδαξ
-
12 θριδακινών
-
13 θριδακινῶν
-
14 θριδακίναι
θριδακίνᾱͅ, θριδάκινοςfem dat sg (doric aeolic)θριδακίνᾱͅ, θριδακίνηlettuce: fem dat sg (doric aeolic) -
15 θριδακίναις
θριδάκινοςfem dat plθριδακίνηlettuce: fem dat pl -
16 θριδακίνην
θριδάκινοςfem acc sg (attic epic ionic)θριδακίνηlettuce: fem acc sg (attic epic ionic) -
17 θριδακίνης
θριδάκινοςfem gen sg (attic epic ionic)θριδακίνηlettuce: fem gen sg (attic epic ionic) -
18 βρινδεῖν
A lamb's flesh, Id. [full] βρίξ· θριδακίνη, καὶ εἶδος ἄνθους, οἱ δὲ περιστερεῶνα, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βρινδεῖν
-
19 θιδρακίνη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θιδρακίνη
-
20 θριδακίσκα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θριδακίσκα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θριδακίνη — η (Α θριδακίνη) [θρίδαξ] νεοελλ. (φαρμ.) φάρμακο καταπραϋντικό και υπνωτικό που λαμβάνεται με εκχύλιση μαρουλιού σε θερμό νερό αρχ. 1. το μαρούλι 2. είδος ζυμαρικών … Dictionary of Greek
θριδακίνη — θριδάκινος fem nom/voc sg (attic epic ionic) θριδακίνη lettuce fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριδακίνῃ — θριδάκινος fem dat sg (attic epic ionic) θριδακίνη lettuce fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριδακινῶν — θριδακίνη lettuce fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριδακίνα — θριδακίνᾱ , θριδάκινος fem nom/voc/acc dual θριδακίνᾱ , θριδάκινος fem nom/voc sg (doric aeolic) θριδακίνᾱ , θριδακίνη lettuce fem nom/voc/acc dual θριδακίνᾱ , θριδακίνη lettuce fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριδακίνας — θριδακίνᾱς , θριδάκινος fem acc pl θριδακίνᾱς , θριδάκινος fem gen sg (doric aeolic) θριδακίνᾱς , θριδακίνη lettuce fem acc pl θριδακίνᾱς , θριδακίνη lettuce fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
бредоква — латук , только русск. цслав.; также брьдоква, бръдоква – то же; болг. бръдоква, словен. bȓdokva объясняют из греч. θρίδαξ, θριδακίνη то же, причем б остается необъясненным; см. Mi. EW 20 и сл.; Бернекер 1, 94 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
θρίδαξ — θρίδαξ, ακος, ἡ (Α) το μαρούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για δάνειο προελληνικής προελεύσεως, ενώ άλλοι συνέδεσαν τη λ. με το θρίον «φύλλο συκιάς», με σχηματισμό κατά το οίδαξ «αγριόσυκο». ΠΑΡ. θριδακίνη, θριδάκιο(ν)… … Dictionary of Greek
θριδακίσκα — θριδακίσκα, ἡ (Α) [θρίδαξ] (λακων. τ.) θριδακίνη … Dictionary of Greek
θριδακινίς — θριδακινίς, ἡ (Α) μαρουλάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού θριδακίνη*] … Dictionary of Greek