-
1 θριαμβευω
(pf. τεθριάμβευκα)1) быть триумфатором, совершать триумфальный въезд (в Рим)(στρατηγὸς τεθριαμβευκώς Polyb.)
θ. θρίαμβον Plut. — справлять триумф;θ. νίκην Plut. — праздновать победу2) вести за собой в триумфальном шествии(τοὺς βασιλεῖς καὴ ἡγεμόνας Plut.)
θριαμβεύεσθαι ὑπὸ τινος Plut. — следовать (в качестве пленника) в триумфальном шествии за кем-л.3) давать возможность торжествовать, обеспечивать победу(τινὰ ἔν τινι NT.)
-
2 θριαμβεύω
θριαμβεύω ρ. αμετβ.торжествовать, праздновать победу -
3 θριαμβεύω
{гл., 2}1. торжествовать, совершать триумфальный въезд;3. давать возможность торжествовать, обеспечивать триумф, победу.Ссылки: 2Кор. 2:14; Кол. 2:15.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > θριαμβεύω
-
4 θριαμβεύω
{гл., 2}1. торжествовать, совершать триумфальный въезд;3. давать возможность торжествовать, обеспечивать триумф, победу.Ссылки: 2Кор. 2:14; Кол. 2:15.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > θριαμβεύω
-
5 θριαμβεύω
αμετ.1) восторжествовать, одержать победу (над кем-л.);θριαμβεύ κατά τού εχθρού — торжествовать победу над врагом; — победить врага;
τό δίκαιο θα θριαμβεύσει — справедливость восторжествует;
2) праздновать, торжествовать победу -
6 θριαμβεύω
1. торжествовать, совершать триумфальный въезд; 2. вести за собой в триумфальном шествии; 3. давать возможность торжествовать, обеспечивать триумф, победу.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > θριαμβεύω
-
7 θριαμβεύω
[триамвево] ρ ликовать. -
8 συνθριαμβευω
вместе справлять триумф, совместно торжествовать победу(ἀπὸ Κίμβρων Plut.)
-
9 2358
{гл., 2}1. торжествовать, совершать триумфальный въезд;3. давать возможность торжествовать, обеспечивать триумф, победу.Ссылки: 2Кор. 2:14; Кол. 2:15.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2358
См. также в других словарях:
θριαμβεύω — triumph pres subj act 1st sg θριαμβεύω triumph pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριαμβεύω — θριαμβεύω, θριάμβευσα και θριάμβεψα βλ. πίν. 19 , βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
θριαμβεύω — (ΑΜ θριαμβεύω) [θρίαμβος] νεοελλ. μσν. 1. αναδεικνύομαι νικητής, επιτυγχάνω περιφανή νίκη 2. σημειώνω μεγάλη επιτυχία («θριάμβευσε στις γενικές εκλογές») |[μσν. θριαμβολογώ μσν. αρχ. 1. αποκαλύπτω, φανερώνω θριαμβευτικά 2. αποκαλύπτω τη δύναμη… … Dictionary of Greek
θριαμβεύω — θριάμβεψα και θριάμβευσα 1. πετυχαίνω κάτι εξαιρετικό, μεγαλουργώ: Θριάμβεψε στις εξετάσεις. 2. νικώ: Στις εκλογές θριάμβευσε ο υποψήφιος του δημοκρατικού κόμματος. – Το δίκαιο τελικά θα θριαμβεύσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θριαμβεύσει — θριαμβεύω triumph aor subj act 3rd sg (epic) θριαμβεύω triumph fut ind mid 2nd sg θριαμβεύω triumph fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριαμβεύσουσι — θριαμβεύω triumph aor subj act 3rd pl (epic) θριαμβεύω triumph fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) θριαμβεύω triumph fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριαμβεύσω — θριαμβεύω triumph aor subj act 1st sg θριαμβεύω triumph fut ind act 1st sg θριαμβεύω triumph aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριαμβεύσῃ — θριαμβεύω triumph aor subj mid 2nd sg θριαμβεύω triumph aor subj act 3rd sg θριαμβεύω triumph fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεθριαμβευμένα — θριαμβεύω triumph perf part mp neut nom/voc/acc pl τεθριαμβευμένᾱ , θριαμβεύω triumph perf part mp fem nom/voc/acc dual τεθριαμβευμένᾱ , θριαμβεύω triumph perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριαμβευθέντα — θριαμβεύω triumph aor part pass neut nom/voc/acc pl θριαμβεύω triumph aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριαμβευομένων — θριαμβεύω triumph pres part mp fem gen pl θριαμβεύω triumph pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)