-
1 θρησκευτήριον
θρησκευτήριον, τό, Ort zur Gottesverehrung, Schol. Pind. Ol. 7, 33.
-
2 θρησκευτήριον
θρησκευτήριον, τό, Ort zur Gottesverehrung
См. также в других словарях:
θρησκευτήριον — θρησκευτήριον, τὸ (Μ) [θρησκεύω] τόπος λατρείας … Dictionary of Greek
θρησκευτήριον — place of worship neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρησκεύω — (ΑΜ θρησκεύω) 1. νεοελλ. (μέσ. θρησκεύομαι) εκτελώ τα θρησκευτικά μου καθήκοντα, πιστεύω στα δόγματα τής θρησκείας και μετέχω στα μυστήρια ή στις τελετές μσν. αρχ. 1. θεωρώ ως ιερό, λατρεύω 2. πιστεύω, αποδέχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφόσον το επίθ. θρήσκος … Dictionary of Greek