-
1 θρησκεία
θρησκείᾱ, θρησκείαreligious worship: fem nom /voc /acc dualθρησκείᾱ, θρησκείαreligious worship: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————θρησκείᾱͅ, θρησκείαreligious worship: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 θρησκεία
θρησκεία, ας, ἡ (also-ία; Hdt.+; ins, pap, LXX, Philo, Joseph., Tat., Mel., HE 4, 26, 7; Theoph. Ant. 3, 29 [p., 266, 24]; not limited to deities, s. Boffo, Iscrizioni no. 39, 3; s. next entry) expression of devotion to transcendent beings, esp. as it expresses itself in cultic rites, worship, the being who is worshiped is given in the obj. gen. (Aelian, NA 10, 28 τοῦ Σαράπιδος; Herodian 4, 8, 7 τοῦ θεοῦ; Delph. ins in SIG 801d, 4 τοῦ Ἀπόλλωνος; Wsd 14:27 τ. εἰδώλων; Philo, Spec. Leg. 1, 315 τῶν θεῶν; Jos., Ant. 1, 222; 12, 271 τοῦ θεοῦ) θρησκεύειν τὴν θρησκείαν τοῦ ὑψίστου 1 Cl 45:7. θ. τῶν ἀγγέλων Col 2:18 (MDibelius, Hdb. exc. 2:23 [lit.; also AWilliams, JTS 10, 1909, 413–38].—CB I/2 p. 541 no. 404 and p. 741 no. 678 testify to the worship of angels in Phrygia. The Council of Laodicea, Can. 35 rejects it; Theodoret III 490 [on Col 2:16] deplores its tenacious survival in Phrygia and Pisidia). Of Judean cultic tradition ἡμετέρα θ. our religion Ac 26:5 (cp. 4 Macc 5:7 and Jos., Ant. 12, 253 Ἰουδαίων [subj. gen] θ.; Ps.-Clemens, Hom. 5, 27). Of Christianity τὰ ἀνήκοντα τῇ θ. ἡμῶν the things that befit our religion 1 Cl 62:1. τὴν θ. προσάγειν θεῷ offer service to God Dg 3:2. Js contrasts the μάταιος θ. 1:26 w. vs. 27, the θ. καθαρὰ καὶ ἀμίαντος παρὰ τ. θεῷ, which consists in good deeds (Herm. Wr. 12, 23 θρησκεία τ. θεοῦ μία ἐστί, μὴ εἶναι κακόν).—JvanHerten, Θρησκεία, εὐλάβεια, ἱκέτης, diss. Utrecht ’34; cp. LRobert, Études épigraphiques et philologiques ’38, 226–35. S. on εὐλαβέομαι.—B. 1463. DELG sv. θρησκεύω. M-M. EDNT. TW. Spicq. Sv. -
3 θρησκεία
θρησκεία ηрелигия, вера, вероисповедание:Этим.< дргр. θρησκεύω «служить Богу», происхождение слова неизвестно. Существует версия, что слово происходит от θρήσκω «понимать, мыслить» и θράσκειν «напоминать» -
4 θρησκεία
-
5 θρησκεια
-
6 θρησκεία
θρησκεία, ἡ, Gottesdienst, Verehrung -
7 θρησκεία
η1) религия; вера, вероисповедание;χριστιανική (μουσουλμανική) θρησκεία — христианская (мусульманская) религия;
2) культ;θρησκεία της ελευθερίας (της επιστήμης) — верность свободе (науке)
-
8 θρησκείᾳ
Βλ. λ. θρησκεία -
9 θρησκεία
{сущ., 4}богослужение, религиозный обряд, богопочитание.Ссылки: Деян. 26:5; Кол. 2:18; Иак. 1:26, 27.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > θρησκεία
-
10 θρησκεία
{сущ., 4}богослужение, религиозный обряд, богопочитание.Ссылки: Деян. 26:5; Кол. 2:18; Иак. 1:26, 27.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > θρησκεία
-
11 θρησκεία
набожностьθρησκείᾳΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > θρησκεία
-
12 θρησκείᾳ
набожностиθρησκείαΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > θρησκείᾳ
-
13 θρησκεία
богослужение, религиозный обряд, богопочитание.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > θρησκεία
-
14 θρησκεία
-ας + ἡ N 1 0-0-0-0-4=4 4 Mc 5,7.13; Wis 14,18.27cult, service of idolsCf. DANIEL, S. 1966, 112; SPICQ 1978a, 379-383 -
15 θρησκεία
[трискиа] ουσ θ религия. -
16 θρησκεία
A religious worship, cult, ritual, ἡ περὶ τὰ ἱρὰ θ. Hdt.2.18, IG12(5).141.5 (Paros, iii B.C.), J.AJ17.9.3, etc.;τοῦ Ἀπόλλωνος SIG801
D (Delph., i A.D.); ἡ περί τινος θ. ib. 867.48 (Ephesus, ii A.D.): pl., rites, Hdt.2.37, D.H.2.63, PGnom. 185 (ii A.D.), Wilcken Chr.72 (iii A.D.).2 religion, service of God, LXX Wi.14.18, Act.Ap.26.5, Ep.Jac.1.26;θ. τοῦ θεοῦ μία ἐστί, μὴ εἶναι κακόν Corp.Herm.12
fin.; ἑκατέρα θ., i.e. Christianity and Paganism, Them.Or.5.69c; θ. τῶν ἀγγέλων worshipping of angels, Ep.Col.2.18.3 in bad sense, religious formalism,ἀντὶ ὁσιότητος Ph.1.195
; θ. βιωτική vulgar superstition, Sor.1.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρησκεία
-
17 θρησκεία
din -
18 θρησκεία
religion -
19 θρησκεία
1) religia (f) rzecz.2) wyznanie (n) rzecz. -
20 θρησκεία
1) náboženství2) víra
См. также в других словарях:
θρησκεία — θρησκείᾱ , θρησκεία religious worship fem nom/voc/acc dual θρησκείᾱ , θρησκεία religious worship fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρησκείᾳ — θρησκείᾱͅ , θρησκεία religious worship fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρησκεία — Έννοια η οποία αναφέρεται σε μια σειρά αφενός νοητικών στοιχείων (δοξασιών), που σχετίζονται με την πίστη στο θείο και προϋποθέτουν αυθόρμητη αποδοχή, δηλαδή δεν είναι θεωρητικής ή επιστημονικής τάξης, αφετέρου σε μια σειρά θεσμών και πρακτικών… … Dictionary of Greek
θρησκεία — η 1. το σύνολο των δοξασιών που σχετίζεται με την πίστη του ανθρώπου σ’ έναν ή πολλούς θεούς: Ασπάστηκε τη χριστιανική θρησκεία. – Απαρνήθηκε τη θρησκεία των πατέρων του. – Μονοθεϊστική θρησκεία. 2. ό,τι θεωρεί κάποιος ιερό: Γι’ αυτόν το καθήκον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
χριστιανισμός — Θρησκεία που ιδρύθηκε από τον Ιησού Χριστό, της οποίας οι δογματικές και ηθικές αρχές θεμελιώνονται στο πρόσωπο και στη διδασκαλία του ιδρυτή της –όπως αυτή παραδίδεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης– καθώς και στην ιερή παράδοση της Εκκλησίας. Ο … Dictionary of Greek
θρησκείας — θρησκείᾱς , θρησκεία religious worship fem acc pl θρησκείᾱς , θρησκεία religious worship fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μανιχαϊσμός — Θρησκεία την οποία ίδρυσε και κήρυξε στην περσική αυτοκρατορία των Σασσανιδών ο Μάνης. Ο μ., ο οποίος υπέστη διωγμό στην Περσία, διαδόθηκε στην Άπω Ανατολή. Τον 7o αι. έφτασε στην Κίνα και τον 8o αι. έγινε επίσημη θρησκεία της τουρκικής… … Dictionary of Greek
πολυθεϊσμός ή πολυθεΐα — Θρησκεία που βασίζεται στη λατρεία πολλών θεοτήτων. Ως θεότητες δεν νοούνται όλα τα υπερανθρώπινα ή εξωανθρώπινα όντα, που λατρεύουν οι διάφορες θρησκείες, αλλά μόνο μερικά απ’ αυτά, που διακρίνονται από ακριβή χαρακτηριστικά, τα oποία είναι: η… … Dictionary of Greek
τζαϊνισμός — Θρησκεία της Ινδίας, που ο βραχμανισμός δεν τη θεωρεί ορθόδοξη, γιατί οι τζαϊνιστές δεν παραδέχονται τις Βέδες ως ιερά κείμενα. Ιδρυτής του θεωρείται ο Βαρντχαμάνα Μαχαβίρα (περίπου 539 467 π.Χ.), σύγχρονος του Βούδα, γιος βασιλιά όπως και… … Dictionary of Greek
θρησκείαν — θρησκείᾱν , θρησκεία religious worship fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)